Τον τίτλο από το ριάλιτι με παρουσιαστή τον Ντόναλντ Τραμπ δανείζεται ο Αλί Αμπάσι («Σύνορα», «Ιερή Αράχνη») για να φέρει στην οθόνη το πρώτο μέρος της ανόδου του Ντόναλντ Τραμπ, όταν από συμπλεγματικός γιος ενός πλούσιου, σκληρού πατέρα, έγινε βασιλιάς του αμερικανικού real estate. Μόνο που σ' αυτήν εδώ την περίπτωση, apprentice, μαθητευόμενος, είναι ο ίδιος ο νεαρός Ντόναλντ Τραμπ, που διδάσκεται τις μεφιστοφελικές επιχειρηματικές πρακτικές τής διαφθοράς από τον δικηγόρο, σύμβουλο του ΜακΚάρθι, δημόσιο κατήγορο, Ρόι Κον, ορισμένως τον χειρότερο άνθρωπο της σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας. Χάρη, ωστόσο, σ' ένα αδύναμο σενάριο που αναζητά το δρόμο του και σε καλές ή κι εξαιρετικές ερμηνείες, εκείνο που η ταινία καταφέρνει είναι να προκαλέσει συμπάθεια για δύο τέρατα της αμερικανικής πολιτικής ζωής.
Η ταινία ξεκινά όταν ο νεαρός Ντόναλντ Τραμπ οραματίζεται ν' ανακαινίσει το ξεφτισμένο ξενοδοχείο Commodore, στο κέντρο της τότε καταχρεωμένης και απειλητικά εγκληματικής Νέας Υόρκης. Η συνάντησή του με τον Ρόι Κον, στυγνό εκτελεστή της ανθρώπινης συνείδησης, δικτυωμένο με την πολιτική σκηνή και τη μαφία, δημιουργεί μεταξύ των δυο αντρών την τέλεια ισορροπία: ο Κον θα «πλάσει» τον Τραμπ καθ' εικόνα και ομοίωσή του, αλλά σε βελτιωμένη βερσιόν και ο Τραμπ θα μάθει από τον Κον την υφαρπαγή και την άσκηση της εξουσίας. Η μέθοδός του, που επαναλαμβάνεται μπόλικες φορές στην ταινία, εκφράζεται με τρεις κανόνες: πρώτον, «επίθεση, επίθεση, επίθεση», δεύτερον, «μην παραδέχεσαι τίποτα, ν' αρνείσαι τα πάντα» και τρίτον «ό,τι κι αν συμβεί, ποτέ μην ομολογήσεις ήττα, φέρσου σαν νικητής». Στρατηγική εμπνευσμένη από τον Ρίτσαρντ Νίξον (με τις δηλώσεις απόλυτης αθωότητας του οποίου για το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ ξεκινά η ταινία), την οποία η υφήλιος είδε στην πράξη στην Προεδρία του Τραμπ.
Εκεί κάπου ο Ντόναλντ έχει γνωρίσει και την Ιβάνα και την έχει ερωτευτεί και μαζί της θα ξεκινήσει το πρώτο μέρος της ενήλικης ζωής του, περιφρονώντας την ολοένα και περισσότερο και καταλήγοντας σε μια σκηνή ενδοοικογενειακού βιασμού, στο μεγάλο χολ του απίστευτα κιτς νεοϋορκέζικου διαμερίσματός του, η οποία ήδη έχει προκαλέσει μηνύσεις από την οικογένεια της πρώτης συζύγου που ποτέ δεν έγινε Πρώτη Κυρία και πέθανε πριν λίγα χρόνια από καρκίνο.
M' ένα γρήγορο μοντάζ στο πρώτο μέρος κι ένα πολύ βραδύτερο στο δεύτερο, τραβώντας με βιντεοκάμερα (όπως παλιά) στο χέρι, ο Αμπάσι αποδίδει θαυμάσια την ατμόσφαιρα των '80ς (η ταινία φτάνει ως την ανάθεση της αυτοβιογραφίας του, το '87), το χαρακτηριστικό συνδυασμό παρακμής και χλιδής, τα φουσκωτά μαλλιά και τα εκτυφλωτικά ρούχα. Ως εκεί.
Από την άλλη πλευρά, ακολουθεί μια αφήγηση που μοιάζει να μην ξέρει ποιος είναι ο στόχος της. Η ταινία στηρίζεται όχι στον Τραμπ μόνο, αλλά στη σχέση δασκάλου - μαθητή, που φτάνει ως την αποκήρυξη (μάλλον ψυχρή αδιαφορία) του δεύτερου για τον πρώτο, όταν πια έχει εκπληρώσει τους θεμελοιώδεις στόχους του. Ο Σεμπάστιαν Σταν ενσαρκώνει τον Τραμπ με θαυμάσια όχι απλώς ακρίβεια, αλλά κυρίως δημιουργικότητα και αποτύπωση των χαμερπών ενστίκτων του, που δεν αναπτύσσονται στ' αλήθεια στο σενάριο. Ο Τζέρεμι Στρονγκ με σχεδόν ακίνητο το εκφραστικό του πρόσωπο, προσπαθεί να γεμίσει τον χαρακτήρα του. Η Μαρία Μπακαλόβα είναι σπιρτόζα, οξυδερκής και σίγουρη ως Ιβάνα. Το αποτέλεσμα, όμως, των καλών ερμηνειών και του μέτριου σεναρίου, είναι η ιστορία ν' αναδεικνύει δυο συμπαθείς ήρωες, τους οποίους ακολουθείς από την αρχή ως το τέλος με κατανόηση. Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ο παραμελημένος από τον σκληρό πατέρα του γιος που θέλει ν' αποδείξει τις ικανότητές του (η σκληρότητά του εντοπίζεται στην προοδευτική αδιαφορία του για τον μέντορά του, ο ναρκισσισμός του σ' ένα χειρουργείο λιποαναρρόφησης και εμφύτευση μαλλιών), ένα sad boy που, κάπως, αξίζει να προοδεύσει - η Ιστορία πολύ καλύτερα έχει τεκμηριώσει γιατί ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν και είναι ένας από τους σκληρότερους επιχειρηματίες και πιο υποκριτικούς πολιτικούς των τελευταίων δεκαετιών. Ο δε Ρόι Κον παρουσιάζεται ως ένας ναι μεν διεφθαρμένος παράγοντας, που όμως πολύ ταλαιπωρήθηκε ως closeted gay και πέθανε από AIDS μόνος και καταφρονεμένος: αυτό για μια από τις πιο απάνθρωπες φιγούρες της αμερικανικής ιστορίας, που εκτός των άλλων, όπως φαίνεται και στο «Angels in America», ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την κρατική αδιαφορία για τους πρώτους ασθενείς του ιού.
Αρα ο Αλί Αμπάσι, ένας ιρανικής καταγωγής Δανός σκηνοθέτης, πάντα έτοιμος να κρίνει και να επικρίνει (ίσως λίγο υπερβολικά έτοιμος), έχοντας θεωρητικά και την αποστασιοποίηση που θα έλειπε από έναν Αμερικανό δημιουργό, κοιτάζει την άνοδο και την περαιτέρω άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ και την πτώση του Ρόι Κον, με μια ψυχαναλυτική διάθεση της δεκάρας και με μια δυσνόητη μετριοπάθεια που ευνοείται, τι παράξενο, από τη γερή ερμηνεία του Σεμπάστιαν Σταν. Και, μάλιστα, ενώ ο «πραγματικός» Ντόναλντ Τραμπ βρίσκεται αφενός στο δικαστήριο κι αφετέρου σε προεκλογική εκστρατεία. Και σίγουρα δεν χρειάζεται επιφανειακά κι αμήχανα ελαφρυντικά, από μια ταινία που, τελικά, μοιάζει να έγινε μόνο και μόνο για να ξαναφέρει τον δημιουργό της στο κέντρο της προσοχής.