Η 40χρονη Τίνα είναι διαφορετική. Πρόσωπο με χοντροκομμένα χαρακτηριστικά, προγναθισμό, εξεζητημένα μεγάλη μύτη, έντονο άγριο βλέμμα, χτισμένο, άκαμπτο σώμα. Η Τίνα είναι διαφορετική. Μπορεί και «οσμίζεται» την παραβατικότητα - μυρίζει το φόβο, την ενοχή, την αμαρτία στους ανθρώπους. Για αυτό και η δουλειά της είναι στον έλεγχο του τοπικού αεροδρομίου, στα σύνορα («Border»), για να τσεκάρει όσους μπαίνουν στη χώρα και κάτι κρύβουν. Μπορεί οι άνθρωποι να τη φοβούνται, να τη λυπούνται, να την κοροϊδεύουν. Μπορεί η κοινωνία να την έχει εξοστρακίσει στην καλύβα της στο δάσος, όπου μένει με έναν τυχοδιώκτη εκτροφέα σκύλων που την εκμεταλλεύεται για να έχει δωρεάν στέγη, αλλά όλοι έχουν μάθει να εμπιστεύονται το χάρισμά της: όταν η μύτη της Τίνα συλλάβει κάτι ύποπτο, η αστυνομία κάνει συλλήψεις.
Μπαίνουμε στη ζωή της όταν ξεσκεπάζει ένα κύκλωμα παιδικής πορνογραφίας κι όταν γνωρίζει τον Βόρε, ένα πλάσμα που της μοιάζει: χοντροκομμένα, άγρια χαρακτηριστικά,«παραμορφωμένο» σώμα, αλλά και μία παράλληλη αλαζονεία στον τρόπο που αποδέχεται τη διαφορετικότητά του. «Είμαι φρικιό» λέει στον Βόρε. «Είσαι τέλεια» της απαντά. Για πρώτη φορά, η Τίνα θα νιώσει ότι κάπου ανήκει. Η σχέση τους θα είναι αποκαλυπτική, ζωώδης, οργασμική και θα κάνει τη ζωή της να έχει νόημα. Μόνο που μία σειρά ανατροπών την οδηγούν σε αδιέξοδο και πρέπει να διαλέξει: την ανθρωπιά της ή την πραγματική της φύση;
Τα «Σύνορα» («Gräns» / «Border») είναι η δεύτερη ταινία του Αλί Αμπάσι («Shelley»), Ιρανού σκηνοθέτη που ζει εδώ και 20 χρόνια στη Σουηδία, σε σενάριο που συνυπογράφει με τον Τζον Αβίντε Λίντγκβιστ (τον συγγραφέα της εξαιρετικής μεταφυσικής νουβέλας «Ασε το Κακό να Μπει»). Αυτή η συνεργασία εξηγεί πολλά για τις προθέσεις του δημιουργού να κατασκευάσει ένα σύμπαν που θα ακροβατεί ανάμεσα στην πυκνή, μυστηριώδη, φαντασιακή ατμόσφαιρα ταινίας τρόμου και σε μία αιχμηρή κοινωνική παραβολή για τη διαφορετικότητα, για το τι μάς κάνει ανθρώπους ή τέρατα.
Ο Αμπάσι κινηματογραφεί τους ήρωές του (και ειδικά, την Τίνα του) τολμηρά, προκλητικά, χωρίς συμβιβασμούς στην άγρια φύση τους. Κοντινά στα παραμορφωμένα τους πρόσωπα, στα σάπια δόντια, στα βρώμικα νύχια, full frontals στα τριχωτά κορμιά, ενισχυμένη ηχητική μπάντα στα σνιφαρίσματα, τις κοφτές αναπνοές, τις κραυγές τους. Οταν μάλιστα έρθει η στιγμή της ερωτικής τους σκηνής, μία αποκάλυψη εκτοξεύει την ταινία σε άλλη σφαίρα, ενός αλλόκοτου μαγικού ρεαλισμού.
Οσο κι αν η παραδοξότητα της εικόνας τεστάρει την κινηματογραφική συλλογή αποδοχή, τόσο ο Αμπάσι περιβάλλει την ηρωίδα του με ζεστασιά, κατανόηση και τρυφερότητα. Η Τίνα (έτσι όπως συγκλονιστικά την ερμηνεύει η Εύα Μέλαντερ) συνομιλεί με την πρωινή πάχνη στα δέντρα του δάσους, τα μανιτάρια, τα ελάφια και τις αλεπούδες. Οι άνθρωποι τη χλευάζουν, ο γέρο πατέρας της σχεδόν δεν τη θυμάται, ο συγκάτοικός της την αγνοεί, κι εκείνη μελαγχολικά αποσύρεται, κρύβεται, νιώθει ότι δεν αξίζει αγάπης. Με τον τρόπο που επιμένει η κάμερα του Αμπάσι όμως, εμείς οι θεατές, έχουμε αγαπήσει το τέρας χωρίς να το καταλάβουμε.
Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον Βόρε, δυστυχώς. Ο Αμπάσι παίρνει μια απόφαση, σεναριακά και ιδεολογικά, που στρέφει την ταινία σε μία άλλη κατεύθυνση. Κι εκεί είναι που τα «Σύνορα» χάνουν την ευκαιρία του να εξελιχθούν στο απόλυτο αριστούργημα. Η ανάγκη του να αναπτύξει πολυδιάστατα το φιλοσοφικό του ερώτημα για το πώς κρίνουμε τα πλάσματα γύρω μας σε κοινωνίες που στηρίζονται στην εξωτερική εμφάνιση και τον κομφορμισμό της εικόνας (πώς διαχωρίζουμε το καλό από το κακό, το αποδεκτό από το περιθωριακό) οδηγεί τον Αμπάσι σε μία ηθικολογική κάθαρση και μία, σχεδόν, τιμωρητική επιστροφή στη μοναξιά.
Οσο παράδοξο κι αν ακούγεται, η ταινία δεν μάς πέταξε έξω όσο έδειχνε «το τέρας» σε όλη του τη σουρεαλιστική διάσταση. Αλλά, όταν δικαίωσε τον άνθρωπο που το φοβάται.