Ο Τζαφάρ Παναχί είναι έμβλημα όχι μόνο του αντικυβερνητικού ιρανικού σινεμά, αλλά και της Berlinale – πριν δυο χρόνια, με το «Parde», εκατοντάδες άνθρωποι φορώντας χάρτινες μάσκες με το πρόσωπο του Παναχί είχαν συγκεντρωθεί έξω από την αίθουσα προβολής της ταινίας, υποστηρίζοντας το δημιουργό της που, φυσικά, δεν μπορούσε να βρίσκεται εκεί. Η πρώτη του ταινία, το «Λευκό Μπαλόνι» του 1995, ήταν και η μοναδική που έγινε με τη σφραγίδα του Ιράν: οι επόμενες επτά, συμπεριλαμβανομένου του «Ταξί», έγιναν παράνομα και στάλθηκαν κρυφά έξω από τη χώρα. Ο Παναχί έχει καταδικαστεί σε 20ετή απαγόρευση να γυρίζει ταινίες, να γράφει σενάρια, να ταξιδεύει εκτός Ιράν και να δίνει συνεντεύξεις. Εάν συμβεί κάτι από τα παραπάνω, θα καταδικαστεί σε 6ετή φυλάκιση. Το «Taxi», ωστόσο, ταξίδεψε οδικώς ως την Berlinale κι απέδειξε ξανά ότι ο ένας από τους πιο δραστήριους και μαχητικούς απαγορευμένους Ιρανούς σκηνοθέτες, εκτός από ακτιβισμό, κάνει κι ωραίο σινεμά. Και κέρδισε τη Χρυσή Αρκτο του 2015.
Το «Ταξί στην Τεχεράνη» είναι ακριβώς αυτό που περιγράφει ο τίτλος. Ενα ταξί κάνει διαδρομές στους γεμάτους ζωντάνια δρόμους της Τεχεράνης: όσο το ταξί κινείται ασταμάτητα, στο ταμπλό είναι κολλημένη μια κάμερα, ακίνητη, που τραβά τους επιβάτες του πίσω καθίσματος. Τα υπόλοιπα πλάνα συμπληρώνονται από τα κινητά και τις φωτογραφικές μηχανές των πελατών. Οι άνθρωποι που μπαινοβγαίνουν στο ταξί μιλούν στον οδηγό για όσα τους απασχολούν, μ’ ένα κοινό νήμα: το καταχρηστικό έγκλημα σε μια κοινωνία που δεν επιτρέπει μια έντιμη ζωή. Κι ο ταξιτζής εννοείται πως είναι ο Τζαφάρ Παναχί αυτοπροσώπως.
Καθώς ο Παναχί-ταξιτζής παίρνει διπλές και τριπλές κούρσες, ακριβώς όπως οι Ελληνες συνάδελφοί του, γνωρίζουμε τους ήρωές του, συνηθισμένους ανθρώπους της Τεχεράνης. Μια δασκάλα τσακώνεται μ’ ένα μικροκακοποιό για την αξία της τιμωρίας σε αντιδιαστολή με την εκπαίδευση. Ενας έμπορος παράνομα κατεβασμένων ταινιών αναγνωρίζει τον Παναχί και θέλει να τον κάνει συνέταιρο στην «μπίζνα» για ν’ ανεβάσει τις τιμές του. Μια γυναίκα μεταφέρει τον σοβαρά τραυματισμένο άντρα της που, αιμόφυρτος, επιμένει να μαγνητοσκοπήσει την κηδεία του για να εξασφαλίσει την αγαπημένη του. Ενας νέος σπουδαστής σκηνοθεσίας αναρωτιέται ποιον από τους «κλασικούς» δημιουργούς πρέπει να… κοπιάρει στην πρώτη του ταινία. Δυο μεγάλες γυναίκες επείγονται να μεταφέρουν δυο χρυσόψαρα σ’ ένα συντριβάνι και να πάρουν δυο άλλα, εγγύηση παράτασης της δικής τους ζωής. Η μικρή ανιψιά του Παναχί, ένα δυναμικό, φλύαρο, όλο καπατσοσύνη κοριτσάκι, προσπαθεί να γυρίσει για το σχολείο μια ταινία σύμφωνη με τις επιταγές του ισλαμικού νόμου και συγχύζεται όταν στο πλάνο της καταγράφεται ένα κλεφτρόνι επί το έργο, κάνοντας έτσι την ταινία «ακατάλληλη για διανομή». Ενας παλιός γείτονας συγχωρεί τον νεαρό που τον έκλεψε, καταλαβαίνοντας ότι μάλλον δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Και μια όμορφη, ελκυστική δικηγόρος μ’ ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα δίνει το ανυψωτικό φινάλε.
Το «Ταξί» δεν είναι ντοκιμαντέρ. Αντίθετα, οι πελάτες είναι ερασιτέχνες ηθοποιοί (τα ονόματά τους παραλείπονται, για τη δική τους ασφάλεια), οι διάλογοί τους γραμμένοι, χωρίς αυθορμητισμό, αντίθετα με τις μικρές αμηχανίες της χειροποίητης ταινίας. Είναι όμως μια ταινία μυθοπλασίας απλή κι αυθεντική, που ντύνει τον πολιτικό της λόγο με ελαφρότητα και χιούμορ. Μ’ ένα naïf, κατά στιγμές και διδακτικό ύφος, ο Παναχί κι οι επιβάτες του σχολιάζουν την αδικία ενός συστήματος που κάνει το «έγκλημα» τρόπο ζωής, με την ίδια έννοια που κι ο ίδιος ο σκηνοθέτης είναι ένας εγκληματίας με κάθε πλάνο που γυρίζει. Κι αυτό είναι κάτι που μόνο ως κωμωδία μπορείς να το αντιμετωπίσεις, αιχμηρή κι εύστοχη.
Διαβάστε ακόμη: O Τζαφάρ Παναχί χαίρεται για τη Χρυσή Αρκτο στη Berlinale, αλλά θα ήθελε το «Taxi» να βγει στους κινηματογράφους στο Ιράν