H 20χρονη Λιλά, κόρη μίας διάσημης και πλούσιας Γαλλίδας εικαστικού, έχει καταφύγει στην Νέα Υόρκη για να δοκιμάσει τις δικές της δυνάμεις στις καλλιτεχνικές της ανησυχίες. Τη συναντάμε τη στιγμή που εγκαταλείπει. Παρατά τις σπουδές της στο NYU και χωρίζει κι από τον εγωπαθή, μεγαλύτερό της ζωγράφο που την είχε «δεμένη» στη σκιά του. Περπατά χαρούμενη στους δρόμους του Βίλατζ με τη βαλιτσούλα της στο ένα χέρι και την 8ΜΜ κάμερά της στο άλλο, ρωτώντας τους κατοίκους «ποιο είναι το δικό τους όνειρο». Μέσω μίας φίλης της καταλήγει στο διαμέρισμα του Λιούαρντ, ενός 30άρη ιδιοσυγκρασιακού μουσικού, ο οποίος περνά τις μέρες του στο σπίτι, μεγαλώνοντας αντισυμβατικά την 3χρονη κόρη του, «Ουράνιο Τόξο», και συνθέτοντας τις μουσικές του με τα παιδικά της παιχνίδια, όσο η νοσοκόμα γυναίκα του δουλεύει 12ώρα στο τοπικό νοσοκομείο. Ο Λιούαρντ δέχεται να φιλοξενήσουν την Λιλά για λίγες μέρες και μία φιλία γεννιέται. Εκείνη βρίσκει ένα στήριγμα, μία μικρή ασφάλεια στην μεγάλη πόλη, όσο ο κόσμος της σύγχρονης τέχνης την απορρίπτει και την αποκαρδιώνει. Εκείνος βλέπει σ' αυτήν τον παλιό του εαυτό: όταν ξεκινούσε χωρίς υποχρεώσεις.

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο των Ρουμπέν Αμάρ και Λολά Μπεσίς επιχειρεί ένα ακόμα indie, νεοχίπστερ βλέμμα στο «προσπαθώ να επιβιώσω και να κάνω πραγματικότητα τα όνειρά μου στην Νέα Υόρκη» θέμα, που το ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά (και πρόσφατα και η τηλεόραση με το «Girls», για παράδειγμα) αρνείται να εξαντλήσει.

Νέοι (αντι)ήρωες που αποδομούν τη συμβατικότητα σε κάθε της μορφή, με τον τρόπο που συμπεριφέρονται, περπατούν, μιλούν - ωμά, αδέξια, άμεσα. Οι δρόμοι και τα διαμερίσματα της Νέας Υόρκης ως ένας γοητευτικός πολυπολιτισμικός καμβάς, ένα ανοιχτό μικρόφωνο στη πολύχρωμη βοή, μία πελώρια σκηνή που σε καλεί να ανέβεις και να τεστάρεις τα όρια, τις αντοχές και, πρωτίστως, το ταλέντο σου. Αν δεν έχεις, όλοι θα συνεχίσουν να προσπερνούν βιαστικά, χωρίς να σε ακούν.

Βασισμένοι σε αληθινά τους βιώματα και ψάχνοντας κινηματογραφικά το πρωτότυπο νεορεαλιστικό τρόπο να αφηγηθούν την ιστορία τους, οι Αμέρ και Μπεσίς χρησιμοποίησαν φίλους ερασιτέχνες και πρωτοεμφανιζόμενους ηθοποιούς, αυτοσχεδιασμούς, διαλόγους για το τίποτα και τα πάντα. Εν μέρει αυτό πετυχαίνει στο να παρουσιάσει μία γλυκόπικρη, ειλικρινή και χαριτωμένη ματιά στο σύμπαν των σύγχρονων underground καλλιτεχνών. Η Μπεσίς (η οποία πρωταγωνιστεί ως «Λιλά») είναι η προσωποποίηση της γλυκιάς σα ζαχαρωτό γαλλιδούλας, φωτίζει κάθε πλάνο που βρίσκεται με το μελαγχολικό της βλέμμα και το φωτογενές λαμπερό της χαμόγελο. Ο Ντάστιν Γκάι Ντιφά, στο ρόλο του αβάν γκαρντ μουσικού, επίσης ρισκάρει με γενναιοδωρία να περπατήσει τη λεπτή γραμμή του ασυμβίβαστου καλλιτέχνη και του loser. Υπάρχουν στιγμές που η αντίστιξη του «μικρού ψαριού» που βγαίνει τώρα στα βαθιά, με του λίγο μεγαλύτερου, που πρέπει να επιλέξει την ενηλικίωση της οικογενειακής ζωής ή μία τελευταία κούρσα απελπισίας προς το όνειρο λειτουργεί - αβίαστα, νατουραλιστικά, υπέροχα.

Αλλες όμως, η σαρωτική επανάληψη εικόνων και κλισέ που έχεις δει εδώ και 20 χρόνια στο ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά, σου επιβεβαιώνει ότι το «πρωτόλειο», το «άμεσο», το «μετα-κασαβετικό» δεν είναι απαραίτητα και «φρέσκο». Ούτε το «παράξενο» καταλήγει πάντα «γοητευτικό».

Διαβάστε τη συνέντευξη των Λόλα Μπεσίς και Ρουμπέν Αμάρ στο Flix.