Ο Μπομπ ο Σφουγγαράκης τα περνάει φίνα στο βυθό του Μπικίνι: δουλεύει στο εστιατόριο του κυρίου Καβούρη, φτιάχνοντας τη νοστιμότατη και περιζήτητη καβουροπάτη και στον ελεύθερο χρόνο του διασκεδάζει με τον κολλητό του, τον αστερία Πάτρικ. Οταν ο γαστριμαργικός ανταγωνιστής τους, ο Πλανγκτόν, θα προσπαθήσει να κλέψει τη μυστική συνταγή της καβουροπάτης κι αυτή θα εξαφανιστεί ως δια μαγείας, ο Μπομπ θ’ αναλάβει δράση. Θα ξεκινήσει ένα οδοιπορικό για να βρει τι συνέβη με τη συνταγή, που θα τον οδηγήσει όχι μόνο έξω, στη στεριά, αλλά και σ’ ένα περιπετειώδες ταξίδι με χρονομηχανή.
Ο Μπομπ ο Σφουγγαράκης δεν είναι καθόλου έξω από τα νερά του στη δεύτερη κινηματογραφική του βόλτα. Αντίθετα, η ταινία είναι διασκεδαστική, γρήγορη και… ατίθαση, χωρίς διαλείμματα και παύσεις. Ο ρυθμός ξεκινά με γρήγορες ταχύτητες και συνεχίζει με τον ίδιο τρόπο, σε μια ελαφρώς σουρεαλιστική περιπέτεια που υπερνικά τα πιο φευγάτα εμπόδια. Ο Μπομπ είναι ακαταμάχητα αισιόδοξος και θετικός, αλλά και οι δεύτεροι ήρωες, οι φίλοι κι οι εχθροί του, είναι γραμμένοι με πνεύμα και κάθονται βολικά στη μνήμη. Το χιούμορ βγαίνει σε δύο επίπεδα: ένα απλό, χαριτωμένο, δυναμικό για τους μικρούς θεατές κι ένα πιο παρανοϊκό, υπερβολικό, προκλητικό, για να κρατά το ενδιαφέρον και των συνοδών τους (παρότι η ταινία προβάλλεται στην Ελλάδα μόνο μεταγλωττισμένη, σε 3D και μη).
Σαν κερασάκι στην τούρτα, η ταινία χαρίζει μερικές υπέροχες αναφορές στο σινεμά και στην ποπ κουλτούρα, αποκλειστικά για μεγάλους, όπως τη φιγούρα του Αντόνιο Μπαντέρας ως γκουρμέ Πειρατή Μπεργκερογένη και, το καλύτερο, μια ολόκληρη σεκάνς παρωδία του «Mad Max», όπου οι κάτοικοι του βυθού του Μπικίνι μεταμορφώνονται σε άγριους πολεμιστές, ντυμένοι με δερμάτινα, σ’ ένα Αποκαλυπτικό υποβρύχιο τοπίο. Με ευπρόσδεκτες δόσεις τρέλας και παραδοξότητας, ό,τι η ταινία δεν προσεγγίζει σε επίπεδα αισθητικής και animation σε σχέση με πιο επώνυμες κι ακριβές παραγωγές κι όσα χάνει στο περιττό live action μέρος της ταινίας, το αναπληρώνει σε μπρίο και φαντασία.