Στην Ιταλία του 19ου αιώνα, τις τελευταίες ημέρες της Αυστριακής κατοχής, μια όμορφη Ιταλίδα αριστοκράτισσα προτιμά να προδώσει ολόκληρη τη χώρα της προκειμένου να διασώσει την καταραμένη ερωτική της σχέση μ' έναν Aυστριακό αξιωματικό.
Αν δεν είχε γυριστεί ο «Γατόπαρδος» το 1963, το «Senso», βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Καμίλο Μπόιτ, θα ήταν το απόλυτο βισκοντικό μελόδραμα, μια ριζοσπαστική κίνηση απόσχισης του Βισκόντι από το κίνημα του νεορεαλισμού που ήρθε σχεδόν σαν επανάσταση για να ακυρώσει επισφραγίζοντάς τα και τα τρία φιλμ που προηγήθηκαν στην καριέρα του.
Το «Ossessione» δεν είναι λιγότερο παθιασμένο, το «La Terra Trema» λιγότερο σκληρό και το «Bellissima» λιγότερο φεμινιστικό από το «Senso». Η διαφορά του βρίσκεται μόνο στο χρώμα, τον ήχο και την απελευθερωμένη πλέον οπερατική σκηνοθεσία του Βισκόντι που αφήνοντας πίσω του την αληθινή εργατική ζωή στη Ρώμη και την επαρχία της Ιταλίας μπαίνει με σαρωτική αυθάδεια στα σαλόνια της ψεύτικης ζωής της αριστοκρατίας.
Και περπατώντας με απαράμιλλη χάρη στις βαριά επιπλωμένες επαύλεις, ο Βισκόντι κάνει ρεαλισμό. Με τον πιο αυθεντικά ρομαντικό τρόπο, όπως θα άρμοζε σε μια κινηματογραφημένη όπερα για αιχμάλωτους από τις συμβάσεις ανθρώπους που αναζητούν να σπάσουν τα δεσμά τους και να νιώσουν έστω και για μια στιγμή... ελεύθεροι. Ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι θα χάσουν τα πάντα για να το πετύχουν.
Τοποθετημένο στις τελευταίες ημέρες της Αυστριακής κατοχής στην Ιταλία, το 1866, με την επανάσταση να οργανώνεται σαν βόμβα έτοιμη να εκραγεί από στιγμή σε στιγμή, το «Senso» είναι μια πολιτική ταινία ακριβώς επειδή ο Βισκόντι αντανακλά το έκρυθμο πολιτικό σκηνικό σε μια μεγάλη ερωτική ιστορία που γεννιέται, ζει, αναπνέει, γιγαντώνεται και πεθαίνει κάτω από το βάρος της απαγόρευσης, των ταξικών ενοχών και των κοσμικών αμαρτιών λες όλου του ανθρώπινου είδους.
Δεν είναι τυχαίο πως το «Senso» ξεκινάει μέσα στην αίθουσα μιας όπερας. Ακόμη κι όταν βγαίνει από αυτήν για να ακολουθήσει την ηρωίδα του στη δική της διαδρομή προς το... πάθος, η όπερα συνεχίζει να παίζει στη διαπασών κατευθύνοντας κάθε παλμό της, κάθε μυστική συνάντησή της με τον παράνομο εραστή της, κάθε ριψοκίνδυνη πράξη αγάπης που την οδηγεί μαθηματικά στην καταστροφή.
Σε μια πρώιμη εκδοχή ενός ανεξέλεγχτου έρωτα, η Λίβια της Αλίντα Βάλι θυμίζει τον Γκούσταβ στο «Θάνατο στη Βενετία» και όχι μόνο επειδή και οι δύο περιπλανιούνται στα επικίνδυνα σοκάκια της Βενετίας αναζητώντας το απαγορευμένο αντικείμενο του πόθου τους. Στο «Senso», σε αντίθεση με τον «Θάνατο στη Βενετία», αυτός ο έρωτας είναι ακόμη πιο μεγάλος και δεν αφορά μόνο τα όσα ριψοκινδεύει η Λίβια για να τον γευτεί, αλλά μοιάζει ικανός να ισοδυναμεί με την προδοσία μιας ολόκληρης χώρας.
Και είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο που ο Βισκόντι χάνει την ισορροπία του ανάμεσα στο μεγαλειώδες και το «φορτωμένο» παρακολουθώντας με πικρή μελαγχολία και βίαιο κυνισμό την πτώση της αριστοκρατίας μέσα από το «bigger than life» βλέμμα ενός δημιουργού που λάτρευε ανέκαθεν τους ανθρώπους περισσότερο για τις αδυναμίες τους και όχι για την εξουσία τους.
Πίσω από κάθε εξπρεσιονιστική (στα όρια της απόλυτης υπερβολής) έκφραση της Αλίντα Βάλι και κάτω από κάθε – σκέτο σκάνδαλο – μειδίαμα του (στα όρια του λάθος κάστινγκ) Φάρλεϊ Γκρέιντζερ, το «Senso» προδίδεται συχνά από την λογοτεχνική του καταγωγή, τη διαρκή αίσθηση της «εποχής» του, ακόμη και από το ασύγχρονο της μεταγλώττισής του, αλλά ακόμη κι έτσι παραμένει μέχρι και την τελευταία του υψηλή νότα κραυγαλέα παθιασμένο. Αφιερωμένο τελικά – περισσότερο και από το τέλος της αριστοκρατίας - στο τέλος του ρομαντισμού που το ίδιο εξυψώνει σαν τον μοναδικό τρόπο που αξίζει να ζεις και να αγαπάς.
Και που αν δεν υπήρχε ο «Γατόπαρδος», που εννέα χρόνια μετά θα όριζε με απείρως μεγαλύτερη δεξιοτεχνία, μεγαλοσύνη, νοσταλγία και τις σωστές δόσεις ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον άκρατο ρομαντισμό το τέλος μιας ολόκληρης εποχής για την Ιταλία και την ίδια την Ευρώπη, θα αποτελούσε κάτι περισσότερο από την πρώτη κινηματογραφική μαρτυρία για οτιδήποτε μπορεί να σημαίνει σήμερα το «βισκοντικό σύμπαν», μέσα και έξω από το σινεμά.