Ηταν 2017, όταν η Αυστραλή Τζένιφερ Πίντομ είδε το «Mountain», το ντοκιμαντέρ της για τα βουνά του κόσμου με μουσική υπόκρουση από την Αυστραλιανή Ορχήστρα Δωματίου και αφήγηση του Γουίλεμ Νταφόε να γίνεται παγκοσμίως το πιο εμπορικό αυστραλιανό ντοκιμαντέρ.

Δικαίωση μιας πορείας που ξεκίνησε με το «Sherpa» για το ορος Εβερεστ πριν μετεξελιχθεί σε μια ωδή πάνω στην ομορφιά και τον αφανισμό των οροσειρών του πλανήτη με τη μορφή ενός προσωπικού υβριδίου που η φιλοδοξία του ήταν να αποτελέσει ταυτόχρονα μια εμπειρία, ένα μάθημα οικολογίας και μια μετατόπιση από την «ασφάλεια» της ωραιοποιημένης σχέσης μας με τη φύση.

Ακριβώς δηλαδή ό,τι είναι το «River» που επιστρατεύει και πάλι την Αυστραλιανή Ορχήστρα Δωματίου (εδώ με την πολύτιμη βοήθεια του Τζόνι Γκρίνγκουντ των Radiohead), τον Γουίλεμ Νταφόε και μια ακόμη πιο φιλόδοξη χαρτογράφηση των ποταμών του πλανήτη - από 39 χώρες.

Γυρισμένο με τον μαγικό τρόπο που γυρίζονται πλέον τα ντοκιμαντέρ, όπου απίθανες οπτικές γωνίες από μικροσκοπικές κάμερες που δεν μπορείς να διανοηθείς που ακριβώς τοποθετούνται, δημιουργούν πρωτόγνωρες εικόνες σαν έργα τέχνης ή κομμάτια μιας «αποκάλυψης» που συμβαίνει κάθε δευτερόλεπτο ερήμην μας, το «River» αφηγείται την ιστορία των ποταμιών, τη ζωτική τους σημασία για την βιωσιμότητα του πλανήτη, την τελικά περισσότερο από λογοτεχνική περιγραφή τους ως «φλέβες της Γης».

Το «River» αφηγείται και την ανθρώπινη αλαζονία που σταματάει τη ροή των ποταμιών προς τον ωκεανό φτιάχνοντας φράγματα, παραβιάζοντας τον κύκλο της ζωής, σε μια προσπάθεια να τιθασσεύσει την ορμή με την οποία το νερό διασχίζει με σοφία τα βουνά, τις πεδιάδες, τις ερήμους και τον ίδιο τον ανθρώπινο ιστό.

Το «River» αφηγείται συνεχώς και ίσως αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημά του, το ανάχωμα στην εμπειρία που θέλει να προσφέρει και στην πραγματικά εξωπραγματική κινηματογράφηση που ακόμη κι αν νιώθεις ότι δεν διαφέρει από αυτήν των καλύτερων στιγμών του BBC παραμένει τόσο σπουδαία και αδιαμφισβήτητα απαραίτητη που εξαλείφει κάθε αναστολή. Η επιβλητική, βελούδινη όταν χρειάζεται και διδακτική (δυστυχώς στο μεγαλύτερο μέρος της) φωνή του Γουίλεμ Νταφόε συνεχίζει να «ντύνει» τις εικόνες ακόμη κι όταν από μόνες τους δίνουν το στίγμα της αναγκαιότητας της παύσης της ανθρώπινης επέμβασης στη φύση.

Δομημένο με «σεναριακά» τεχνάσματα, το «River» χάνει την πρωτογενή του συμπαντικότητα για να γίνει σε στιγμές και μόνο (για να μην είμαστε άδικοι), ένα σημαντικό σε κάθε περίπτωση μάθημα οικολογίας από αυτά που τα ακούς, τα ξεχνάς και κάποια στιγμή τα ξανασυναντάς σαν να είναι η πρώτη φορά. Η μουσική που διατρέχει από την «κλασική» εποχή μέχρι τις post συνθέσεις του Γκρίνγουντ λειτουργεί συχνά μόνο συνοδευτικά και τελικά τη στιγμή της συνειδητοποίησης, αυτό που μένει είναι ο παράγοντας της έκπληξης που κάποια στιγμή σταματάει για να παραδοθεί σε μια εν είδει φλυαρία εικόνων, λέξεων και μουσικής που διακόπτουν από νωρίς τη ροή της κινηματογραφικής εμπειρίας, εκεί που η σιωπή θα έκανε το όλο εγχείρημα ένα κυριολεκτικό κάλεσμα στο ασυνείδητο.