Η ιστορία συνεχίζεται από το σημείο που την είχαμε αφήσει στο τέλος του «Resident Evil: Η Τιμωρία». Η ανθρωπότητα πνέει πλέον τα λοίσθια, αφού η Alice (Milla Jovovich) προδόθηκε από τον Wesker (Shawn Roberts) στην Ουάσιγκτον και οι ορδές των ζόμπι αφάνισαν τα πάντα στο πέρασμά τους. Η ηρωίδα μας καλείται να επιστρέψει στο Raccoon City, όπου η σατανική Umbrella Corporation συγκεντρώνει τις δυνάμεις της για το τελικό χτύπημα. Σε μια παλικαρίσια μάχη με το χρόνο, η Alice θα ενώσει τις δυνάμεις της σε αυτή την τελευταία της αποστολή με παλιούς γνώριμους και θα προετοιμάσει το έδαφος για νέες συμμαχίες. Πρόκειται για το τελευταίο κεφάλαιο και την υπέρτατη περιπέτεια, ώστε να αποτραπούν τα σχέδια της Umbrella Corporation που θέλει να εξαλείψει το ανθρώπινο είδος από προσώπου γης.

Κάθε σειρά, κινηματογραφική ή μη, που σέβεται τον εαυτό της όταν τελειώνει, επιστρέφει πάντα στον τόπο του εγκλήματος για μια γερή δόση νοσταλγίας, με αρκετά φλάσμπακς και αναφορές στα προηγούμενα «κεφάλαιά» της. Φυσικά και το τελευταίο κεφάλαιο του «Resident Evil» δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι το διαφορετικό, με τον σκηνοθέτη της Πολ Γ. Σ. Αντερσον να προσπαθεί να τιμήσει την σειρά που τον έκανε διάσημο, καθώς η ίδια οδεύει προς το οριστικό (;) πλέον φινάλε της.

Δεν χρειάζεται να θυμάστε ή να έχετε δει μια από τις προηγούμενες πέντε ταινίες για να μπείτε στο πετσί της ιστορίας, μιας και η ταινία αναλώνει λίγα μόλις λεπτά στο ξεκίνημά της, τόσα όσα χρειάζονται δηλαδή, σε μια γρήγορη σύνδεση με τα προηγούμενα, με αρκετά φλασμπάκς και αφήγηση της Μίλα Γιόβοβιτς, κάνοντας τον όλο μύθο στο οποίο στηρίζεται η σειρά να μοιάζει τετριμμένος.

Φαίνεται πως τίποτα δεν έχει αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια στην σειρά. Ακόμα κι εδώ, λίγο πριν το μεγάλο της φινάλε, το «Resident Evil» μοιάζει σαν να έχει προσκολληθεί στο κινηματογραφικό παρελθόν του χωρίς να δείχνει καμία διάθεση - εδώ και καιρό - να προχωρήσει προς τα εμπρός, ενώ την ίδια στιγμή δεν σέβεται τις video game ρίζες του, οι οποίες στηρίζονται περισσότερο στο τρόμο επιβίωσης (survival horror) παρά στην υπερβολική και ανεξάντλητη δράση. Ολη αυτή η αίσθηση του deja vu που κατακλύζει την σειρά, κι εδώ ίσως φαίνεται ακόμα πιο έντονη, μοιάζει περισσότερο σαν μια ρηχή αναφορά σε μια εποχή που η σειρά ήταν τουλάχιστον διασκεδαστική, η οποία πλέον έχει φύγει ανεπιστρεπτί.

Ναι, η ταινία προσπαθεί από την αρχή μέχρι το τέλος της να σε κάνει να θυμηθείς το πόσο απενοχοποιημένα fun ήταν στο ξεκίνημά της, με τους χαρακτήρες της να επιστρέφουν πάλι στην Ρακούν Σίτι και στα γεμάτα παγίδες υπόγεια εργαστήρια της Umbrella Corporation, ενώ ταυτόχρονα κλείνει το μάτι σε παλιές αξέχαστες σκηνές, κυρίως της πρώτης ταινίας. Αλλά ο Αντερσον φαίνεται πως ξέχασε μέσα σε όλα αυτά να βάλει κι ένα υποτυπώδες σενάριο, ή έστω κάτι που δεν θα είχε περισσότερες τρύπες κι από ένα ελβετικό τυρί, κάνοντας ακόμα και την μεγάλη ανατροπή στο φινάλε να μοιάζει ως κάτι το παιδαριώδες, ενώ οι χαρακτήρες του παραμένουν το ίδιο χάρτινοι και αδιάφοροι όπως και στις προηγούμενες ταινίες.

Η εκκωφαντική δράση δεν καταφέρνει να σε αποσπάσει από τους κακούς διαλόγους και τις (κακές) σεναριακές ευκολίες. Δεν βοηθάει βέβαια και το γεγονός ότι - παρά το θόρυβο που κάνει - μοιάζει άνευρη, άχρωμη και σε σημεία μάλιστα καθόλου εντυπωσιακή, στηριζόμενη περισσότερο στην ποσότητα παρά στην ποιότητα, με τις άφθονες εκρήξεις να αποτελούν το κρεσέντο τελείωμα σε κάθε σκηνή δράσης. Το αντίθετο δηλαδή απ' ότι συμβαίνει με τη Μίλα Γιόβοβιτς, η οποία φυσικά βρίσκεται σε τέλεια φόρμα για άλλη μια φορά, ρίχνοντας ατελείωτο ξυλίκι σε ό,τι βρεθεί στο δρόμο της...

Το τελευταίο κεφάλαιο του «Resident Evil» είναι ακριβώς αυτό που περιμένεις να δεις χωρίς πολλές εκπλήξεις, γεμάτο με φτηνούς εντυπωσιασμούς. Ενας επίλογος μιας σειράς που, ενώ ξεκίνησε με καλές προθέσεις, κράτησε παραπάνω από όσο χρειάζονταν.