Η μητέρα και ο πατέρας ενός έφηβου αγοριού, του οποίου οι σαδιστικές τάσεις κορυφώνονται σ’ ένα ειδεχθές έγκλημα, αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν τη γονική τους ταυτότητα αλλά και, ο καθένας, τον εαυτό του.
Η Ιβα (Εύα, πόσο συνειδητά επιλεγμένο όνομα!) και ο Φράνκλιν είναι ένα μεσοαστικό ζευγάρι με δύο παιδιά: έναν έφηβο γιο και μια μικρούλα κόρη. Ο πατέρας είναι ένας καλοπροαίρετος, συμβιβασμένος, τυχαίος άντρας. Η μητέρα είναι μια γυναίκα που, στην απόφασή της να κάνει οικογένεια απαρνήθηκε την ελευθερία και την ανεξαρτησία της που, για εκείνη, δεν είχαν ακόμα κορεστεί. Το αγόρι είναι ιδιόμορφο: λες και από μέσα του πηγάζει μια πρόθεση εκδίκησης, καταστροφής, χωρίς αιτία. Εκτός αν η απροθυμία της Ιβα για τη μητρότητα να είναι όλη η αιτία που χρειάζεται.
Η ταινία εκτυλίσσεται μέσα από ένα λειτουργικό και συναισθηματικά φορτισμένο εύρημα: κινείται μεταξύ του παρόντος, όπου η μητέρα προσπαθεί να επανενταχθεί στην κοινωνία που τη θεωρεί απόβλητο, του πρόσφατου παρελθόντος, όπου έχει συμβεί κάτι φρικτό και τρομακτικό και του μακρινότερου παρελθόντος, όταν η οικογένεια που σχημάτιζαν ο μπαμπάς, η μαμά και το μωρό αγοράκι έθετε τις βάσεις για ό,τι έμελλε να ακολουθήσει. Ετσι ο θεατής αντιλαμβάνεται τα κίνητρα, τα αποτελέσματα, τους λόγους και τα παραπτώματα όχι κάθετα στο χρόνο, αλλά παράλληλα, σα διπλοτυπία, αντιλαμβανόμενος ταυτόχρονα ολόκληρη τη διάσταση της κάθε προσωπικότητας.
Η Λιν Ράμσεϊ, όπως είχε ήδη αποδείξει με το «Morvern Callar», είναι μια σκηνοθέτης που ξέρει να διαχειριστεί εικαστικά το πάθος, δημιουργεί πυρετώδεις εικόνες γεμάτες ένταση και δίνει στις ταινίες της τέτοιο ρυθμό ώστε να μην επιτρέπεται ούτε μια ανάσα αναλογισμού. Ετσι και στο «Πρέπει να Μιλήσουμε για τον Κέβιν», η ταινία κυλά με ασταμάτητη ταχύτητα και το κάθε πλάνο προκαλεί έντονα συναισθήματα, χωρίς χρόνο για σκέψη ή αξιολόγηση. Η Ράμσεϊ, δηλαδή, είναι κάτι σαν κινηματογραφικός ρήτορας, που παρασύρει το κοινό της με εικόνες, αν όχι με λόγια, δυναμική, ικανή και εμπνευσμένη όσο λίγοι σκηνοθέτες του σύγχρονου σινεμά.
Εχει επιπλέον το πλεονέκτημα να δουλεύει με το ανθρώπινο δυναμικό του ανεξάρτητου ονείρου: ο Τζον Σ. Ράιλι σκιαγραφεί τον εγκληματικά άβουλο πατέρα με πειστικότητα και ακρίβεια. Η Τίλντα Σουίντον, η ιέρεια της δυσλειτουργικής ηρωίδας, σχηματίζει μια πολυδιάστατη ηρωίδα με κλιμακούμενη σκέψη και δράση. Ο Εζρα Μίλερ του «Afterschool», με την όψη και το βλέμμα του και μόνο δίνει στον Κέβιν την απόγνωση και μαζί το σεξ απίλ που εμπεριέχει το Κακό.
Με όλα αυτά τα αβαντάζ, λοιπόν, είναι απορίας άξιο ότι το αδύναμο στοιχείο της ταινίας είναι το σενάριό της. Οταν, μάλιστα, επιπλέον, δεν είναι πρωτότυπο υλικό, αλλά βασίζεται στο ομότιτλο μπεστ σέλερ της Λάιονελ Σράιβερ, ένα ανάγνωσμα εξαιρετικά δυσάρεστο, ψυχαναλυτικό και μαγνητικό μαζί. Η Λιν Ράμσεϊ, που συνυπογράφει το σενάριο με τον Ρόρι Κινίαρ, μετατρέπει μια σύνθετη ιστορία σε... σχολικό λυσάρι! Τα κίνητρα και τα αίτια υπεραπλουστεύονται, η μητέρα γίνεται απλώς εγωίστρια, ο πατέρας απλώς αδιάφορος, το παιδί απλώς κακό, πολύ κακό, σαν η φύση να έσπειρε το μαύρο μέσα του, κι όλα εξηγούνται με τρόπο όχι αφαιρετικό, αλλά σχηματικό, απλοϊκό. Βλέποντας την ταινία ταξιδεύεις σ’ένα συναισθηματικό roller coaster, μετά όμως δεν έχεις τη δυνατότητα να εξηγήσεις ή να αναλύσεις οτιδήποτε πιο σύνθετο. Μόνο που εδώ δε μιλάμε για την «Προφητεία», αλλά για ένα έργο με μεγάλες καλλιτεχνικές προσδοκίες, που επιμένει στον εντυπωσιασμό και ξεπετά την ουσία.