Η Κριστίν διαθέτει τη φυσική κομψότητα και την ανεπιτήδευτη άνεση που έχουν συνήθως οι άνθρωποι που διατηρούν μια υγιή σχέση με το χρήμα και την εξουσία. Η αθώα, χαριτωμένη και εύπλαστη προστατευόμενη της, η Iζαμπελ, είναι γεμάτη καινοτόμες ιδέες που η Κριστίν «κλέβει» χωρίς ενδοιασμούς. Aλλωστε, οι δυο τους είναι ομάδα! Η Κριστίν αρέσκεται να ασκεί τον έλεγχο της, επί της νεότερης γυναίκας, οδηγώντας την κάθε φορά ένα βήμα πιο βαθιά στο παιχνίδι της αποπλάνησης, της χειραγώγησης, της εξουσίας και της ταπείνωσης. Oταν όμως η Ιζαμπέλ θα κοιμηθεί με έναν από τους εραστές της Κριστίν, θα ξεσπάσει πόλεμος. Τη νύχτα της δολοφονίας, η Iζαμπελ παρακολουθεί μπαλέτο, ενώ η Κριστίν δέχεται μια διαφορετική πρόσκληση. Από ποιον όμως; Η Κριστίν λατρεύει τις εκπλήξεις... Γυμνή θα πάει να συναντήσει τον μυστηριώδη εραστή της που την περιμένει στο υπνοδωμάτιό της...
Δύο είναι τα τινά! Ή ο Μπράιαν Ντε Πάλμα ξεμωράθηκε ή στην προσπάθεια του να αποδομήσει όλα τα στοιχεία που κάποτε χαρακτήριζαν το έργο του - και μαζί τις χιτσκοκικές και όχι μόνο εμμονές χρόνων - ξέχασε πώς να κάνει σινεμά.
Πραγματικά, δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός πως το «Passion» είναι το ίδιο φτηνό με τον τίτλο του, μοιάζει να έχει σκηνοθετηθεί από κάποιον που παρωδεί τον Μπράιαν Ντε Πάλμα και το μόνο που αναδύει είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από... πάθος.
Για όποιον όμως είχε δει την «Αντίζηλο» (διαβάστε περισσότερα εδώ), την τελευταία ταινία του Αλέν Κορνό πάνω στην οποία βασίζεται το «Passion», η ιδέα ότι ο Ντε Πάλμα θα έβαζε το χέρι του σε ένα παιχνίδι εξουσίας, έρωτα, διαστροφής και εγκλήματος ανάμεσα σε δύο γυναίκες (τότε την Κριστίν Σκοτ Τόμας και τη Λουντιβίν Σανιέ, τώρα την Ρέιτσελ ΜακΑνταμς και τη Νούμι Ραπας) με φόντο τον υψηλόβαθμο επιχειρηματικό κόσμο, έμοιαζε τουλάχιστον... ξεσηκωτική.
Δεν είναι όμως, αφού ο Ντε Πάλμα κάνει τα πάντα ακόμη και για να αφαιρέσει από την πρωτότυπη ταινία ακόμη και εκείνα τα στοιχεία που στα χέρια του ανθρώπου που είναι υπεύθυνος για το «Dressed to Kill» και το «Βody Double», θα μπορούσαν να οδηγήσουν αυτό το θρίλερ σε ένα πραγματικά δαιμόνιο tour de force πάνω στη γυναικεία σεξουαλικότητα και την ανταλλαγή των ρόλων του θύτη και του θύματος.
Ισως όλα είναι λάθος βέβαια από την αρχή.
Και λέγοντας αρχή εννοούμε τις δύο κεντρικές πρωταγωνίστριες του, εδώ στους πιο απαιτητικούς ρόλους που κλήθηκαν να παίξουν ποτέ. Η Ρέιτσελ ΜακΑνταμς είναι επιεικώς λίγη στο ρόλο της ψυχωτικής σκύλας που εκμεταλλεύεται τους πάντες και τα πάντα για να αυτοεπιβεβαιωθεί και η Νούμι Ραπάς παραείναι στεγνή για να πείσει είτε ως φιλόδοξη αριβίστρια είτε ως θύμα μιας ανήλεης εκμετάλλευσης - σε πλήρη αντίθεση από τις υπέροχες Κριστίν Σκοτ Τόμας και Λουντιβίν Σανιέ σε υποδειγματικό κάστινγκ στην πρωτότυπη ταινία.
Οσο κι αν οι δυο τους προσπαθούν φιλότιμα να «υποδυθούν» τους ρόλους τους (και αυτό δυστυχώς φαίνεται), άλλο τόσο ο Ντε Πάλμα τις κινηματογραφεί μάλλον σαν δύο άντρες, αφαιρώντας τους τη θηλυκότητα που αποτελεί αφετηρία της σχέσης τους, αφήνοντας τις χωρίς καθοδήγηση και χωρίς ούτε πραγματικά μια σκηνή που να δικαιολογεί τις πράξεις τους.
Αν προσθέσει κανείς το γεγονός πως ο Ντε Πάλμα ενδίδει χωρίς καμία ενοχή σε εύκολες σεναριακές λύσεις, φτηνά ξεσπάσματα τρόμου και σχεδόν σπουδαστικά split screens και flashbacks, την ίδια στιγμή που χρησιμοποιεί τις χιτσκοκικές αναφορές του (από την ξανθιά της ΜακΑνταμς μέχρι την ανατροπή του φινάλε) υποβιβάζοντας τις σε κιτς βοηθητικά τρικς, τότε δεν χρειάζεται κανείς να εξηγήσει κανείς περισσότερο γιατί το «Passion» είναι μια χαμένη ευκαιρία.
Και μαζί ένα ψευτό-αισθησιακό ευρωπαϊκό φιλμ που αντιλαμβάνεται την καταγωγή του - να θυμίσουμε πως το «Passion» είναι γαλλογερμανική παραγωγή - με το να βάζει ανενόχλητο τους ήρωες του να καπνίζουν και την έννοια ερωτικό θρίλερ με πεταχτά λεσβιακά φιλιά στο στόμα (πιστέψτε μας, η φωτογραφία με την ΜακΑνταμς και τη Ραπάς λίγο πριν φιληθούν είναι πιο σέξι απ' ολόκληρη την ταινία του).
Περισσότερο απ' όλα το «Passion» είναι η ταινία που επιβεβαιώνει πως ο Ντε Πάλμα σταμάτησε δυστυχώς να κάνει καλές ταινίες το 1993 («Carlito's Way»), έχοντας ξεχάσει προ πολλού την τέχνη και το ταλέντο του. Κάνοντας επιπλέον - τι ειρωνία! - την μέτρια ταινία του Κορνό να μοιάζει σχεδόν αριστούργημα.