Δύο γοητευτικές γυναίκες εργάζονται ως μεγαλοστελέχη στο γαλλικό παράρτημα μιας πολυεθνικής εταιρείας. Η Ιζαμπέλ και η Κριστίν μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους, αλλά ταυτόχρονα είναι πολύ διαφορετικές. Η Κριστίν έχει το πάνω χέρι και δίνει την εικόνα μιας σκληρής και αδίστακτης μάνατζερ. Η Ιζαμπέλ την θαυμάζει, αλλά σύντομα θα προσπαθήσει να την παρακάμψει προκειμένου να αποδείξει την αξία της. Μόνο που δεν έχει υπολογίσει μέχρι που μπορεί να φτάσει η προδομένη Κριστίν...
Είναι φανερό ήδη από την εναρκτήρια αριστοτεχνική σκηνή ανάμεσα στην Κριστίν Σκοτ Τόμας και την Λουντιβίν Σανιέ πως ο Αλέν Κορνό («Ολα τα Πρωϊνά του Κόσμου»), θέλησε με την «Αντίζηλο» να κατασκευάσει ένα «κλασικό» ψυχολογικό θρίλερ που από τη μία θα φλερτάρει με την μεγάλη παράδοση του γαλλικού αστυνομικού φιλμ και από την άλλη θα θα αποτίει φόρο τιμής στον Αλφρεντ Χίτσκοκ και τον Ρομάν Πολάνσκι.
Αυτό δεν σημαίνει πως η «Αντίζηλος» είναι μια ταινία εγκεφαλική ή αυτοναφορική. Αλλωστε, ο Κορνό δεν ήταν ποτέ κάτι περισσότερο από ένας καλός και στιβαρός σκηνοθέτης που ανάλογα με το υλικό που είχε στα χέρια του είχε τη δυνατότητα να παραδίδει μικρά αξιόλογα φιλμ που κατάφερναν να ισοφαρίσουν και σε στιγμές να ξεπεράσουν τον μέσο όρο.
Εδώ, ο μέσος όρος καταρρίπτεται, τουλάχιστον για τα πρώτα 45 λεπτά της ταινίας, αφού με κύριο εργαλείο του την θέση – αντίθεση ανάμεσα στην αδίστακτη Κριστίν (Τόμας) και την εύθραυστη Ιζαμπέλ (Σανιέ), ο Κορνό δημιουργεί ένα ασφυκτικό και ταυτόχρονα κυνικό παιχνίδι εξουσίας με φόντο τον υψηλόβαθμο επιχειρηματικό κόσμο και κέντρο του την πολύπλοκη γυναικεία ψυχοσύνθεση. Κρύβοντας επιμελώς, πίσω από την τεχνοκρατική επιφάνεια του περιβάλλοντος των ηρώων του, την πραγματική τους φιλοδοξία που δεν είναι άλλη από τo να μπορέσουν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν.
Πόσο δύσκολο είναι, όμως, να αποτύχεις όταν στα χέρια σου έχεις την Κριστιν Σκοτ Τόμας, μια από τις καλύτερες ηθοποιούς της εποχής μας, η οποία ακόμη και όταν υπονομεύει την ίδια της τη θεατρικότητα παραμένει μια γυναίκα που μπορεί σε ένα και μόνο βλέμμα να αποτυπώσει ισόποσα ισχυρές δόσεις κυνισμού και απελπισίας; Και πόσες πιθανότητες έχεις να χάσεις το κέντρο σου, όταν στον αντίποδα της Τόμας, εκμεταλλεύσαι μέχρις εσχάτων την Λουντιβίν Σανιέ, η οποία μεγαλώνοντας μοιάζει να πετάει οριστικά το φορετό δέρμα της Λολίτας για να αποκαλύψει την μεγάλη ηθοποιό που κρύβει μέσα της;
Κι, όμως, η «Αντίζηλος», σε μια σεναριακή ανατροπή που μετατοπίζει το βάρος από το ψυχολογικό θρίλερ στο αστυνομικό φιλμ, θυσιάζει γρήγορα την τελετουργική ανάπτυξη του πρώτου μέρους υπέρ μιας αστυνομικής ίντριγκας για την οποία – δυστυχώς – είναι κρίμα να γνωρίζεις πριν ακόμη μπεις στην αίθουσα. Εκεί, η Σανιέ προσπαθεί υπερβολικά να στηρίξει το αμφίσημο του χαρακτήρα της και ο Κορνό υποκύπτει σε εύκολες λύσεις (βλ. ασπρόμαυρα flashbacks) διατηρώντας ωστόσο την διακριτική ελαφρότητα του ξεφυλλίσματος ενός συναρπαστικού φτηνού best- seller μυστηρίου.
Αν η πιο μακρινή αναφορά της «Αντίζηλου» είναι το «Beyond A Reasonable Doubt» του Φριτζ Λανγκ του 1956 και η πιο κοντινή το «Κορίτσι που Γύριζε τις Σελίδες» του Ντενι Ντερκούρ από το 2007, στην πραγματικότητα το κύκνειο άσμα του Κορνό (πέθανε λίγες μέρες μετά τα γυρίσματα από καρκίνο) είναι το «Εργαζόμενο Κορίτσι» στην εποχή του ιντερνετ και μια πιο γαλλική εκδοχή του τηλεοπτικού «Damages».
Μια ταινία που λίγο μετά το διεστραμμένα παιχνιδιάρικο φινάλε της, σε αφήνει να σκέφτεσαι πως θα έμοιαζε, αν επιβεβαίωνε τις προσδοκίες του δημιουργού της και έμενε όντως «κλασική».