Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80, ο 11χρονος Πιέτρο περνάει τα καλοκαίρια με την οικογένειά του σ' ένα μικρό χωριό των Αλπεων που τα τελευταία χρόνια έχει συρρικνωθεί - από 184 σε 14 μόνο κατοίκους. Εκεί γνωρίζει τον συνομήλικό του Μπρούνο, που είναι το τελευταίο μικρό παιδί που απέμεινε στο χωριό. Ο Πιέτρο είναι παιδί της πόλης: εσωστρεφής, άτολμος, μαζεμένος. Διψά όμως για παιχνίδι και περιπέτεια κι αυτό μπορεί να του προσφέρει το χωριατόπαιδο που ξέρει τα βουνά, τις πλαγιές, τις λίμνες και τους καταρράκτες - σπιθαμή προς σπιθαμή. Αλλά κι ο Μπρούνο έχει πράγματα να πάρει από τον Πιέτρο. Αγνή φιλία, παρέα, γλυκύτητα, γνώση. Η μαμά του Πιέτρο του κάνει μαθήματα γραφής κι ανάγνωσης, ο πατέρας του παίρνει και τους δύο μαζί του σε αναρριχήσεις - έξω από τα στενά όρια της περιοχής.

Η φιλία των αγοριών συνεχίζεται για χρόνια - κάθε φθινόπωρο χωρίζουν, ο Μπρούνο πιάνει σκληρή δουλειά στις φάρμες κι ο Πιέτρο επιστρέφει στην γκρίζα μελαγχολία του αστικού Τορίνο, κάθε καλοκαίρι ξαναβρίσκονται στις καταπράσινες πλαγιές. Μέχρι που μία απόφαση των ενηλίκων θα σπάσει το σύνδεσμο των δυο παιδιών, για να ξαναβρεθούν 25 χρόνια μετά, όταν πάρα πολλά πράγματα έχουν αλλάξει στις ζωές τους και να πιάσουν το νήμα της φιλίας τους από την αρχή.

Ο Βέλγος σεναριογράφος και σκηνοθέτης Φέλιξ Φαν Γκρόνινγκεν («The Broken Circle Breakdown», «Beautiful Boy»), εδώ συνεργάζεται με την σύντροφό του, την ηθοποιό Σαρλότ Βάντερμις και μεταφέρουν στην οθόνη το best seller βιβλίο του Ιταλού Πάολο Κονιέτι, «Le Otto Montagne». Οι κινηματογραφιστές ερωτεύτηκαν τόσο πολύ αυτή την ιστορία ανδρικής φιλίας, των τραυμάτων της παιδικής ηλικίας και την ανάγκη κάθαρσης στη φύση, που έμαθαν ιταλικά για να κατευθύνουν καστ και συνεργείο στα γυρίσματα.

Από τον τίτλο ακόμα, καταλαβαίνουμε ότι τα βουνά είναι η ιδανική παρομοίωση της ανθρώπινης πορείας στη ζωή. Οι άνθρωποι τα σκαρφαλώνουν, με μόχθο, αγωνία, ρίσκο για να βρουν απαντήσεις στις κορυφές τους. Να δουν τη μεγάλη θέα - μπροστά και μέσα τους. Τα «8 βουνά» έχουν να κάνουν με ένα θιβετιανό ρητό που χωρίζει τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες - εκείνους που βάζουν στόχο το ψηλότερο βουνό, το ανεβαίνουν, και δεν πάνε πουθενά αλλού, και τους τυχοδιώκτες που, δεν τους έφτανε η μία ψηλή κορυφή, τριγυρνούν γύρω γύρω στα υπόλοιπα 7 βουνά και δεν σκαρφαλώνουν ποτέ το μεγάλο.

Οι δύο ήρωες προσωποποιούν σαφέστατα τη θιβετιανή ρήση: ο Μπρούνο είναι γεννημένος montagnero, βουνίσιος. Δεν θέλει να βγει από το χωριό του, όπως ο πατέρας του που τους παράτησε για να δουλεύει οικοδόμος στις πόλεις. Θέλει να μείνει εκεί, να χτίζει σπίτια με τα χέρια του, να αγοράσει ζώα, να ξανανοίξει τη μονάδα παραγωγής τυριού του θείου του. Ο Πιέτρο θέλει κι ο ίδιος να ξεφύγει από τη σκιά του πατέρα του, να μην κλειστεί σ' ένα εργοστάσιο, να μη συμβιβαστεί με κλεφτά Σαββατοκύριακα στα βουνά. Για αυτό και δουλεύει τυχοδιωκτικές δουλειές για να μπορεί να ταξιδεύει - και φτάνει μέχρι τα Ιμαλάια. Δεν ριζώνει όμως πουθενά.

Οι δυο τους χτίζουν μία αθώα φιλία που αλληλοσυμπληρώνει τις ανάγκες τους και τους προσφέρει ακατέργαστη χαρά. Μία σπάνια ανδρική αλληλεγγύη κι εκτίμηση, όταν κανείς άλλος δεν τους καταλαβαίνει στις διαλυμένες σχέσεις με τους γονείς τους.

Μια πραγματική αγάπη που οι άντρες δεν μπορούν ποτέ να εκφράσουν με λόγια. Κι όσα δεν μπορούν να πουν οι λέξεις, το λένε οι εικόνες - έτσι όπως τις καταγράφει η κάμερα των Φαν Γκρόνινγκεν και Βάντερμις. Με τη βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας, Ρούμπεν Ιμπενς (ο οποίος φιλμάρει σε 4:3), ο φακός συλλαμβάνει τη φύση ως έναν ακόμα ήρωα της ταινίας: η επαφή μαζί της αλλάζει τους ανθρώπους, τους γιατρεύει, τους δίνει στόχους, διέξοδο, θαλπωρή. Μαγευτικά τοπία, ανοικτοί ορίζοντες, πλούσιο κι έντονο ανάγλυφο κορυφογραμμών, ύψος που κόβει την ανάσα και προσφέρει οξυγόνο στο μυαλό και την καρδιά.

Θα μπορούσε να ήταν αριστούργημα. Και σε αρκετά σημεία είναι. Μία στοχαστική μελέτη της ανθρώπινης φύσης, ένας ύμνος στη φιλία, μία αμφισβήτηση της τοξικής αρρενωπότητας, ένα ερωτικό γράμμα στην πρόκληση των προσωπικών μας βουνών.

Ομως οι σκηνοθέτες επιμένουν σε μία σχολαστική, λογοτεχνική απόδοση της ιστορίας. Σαν να θέλουν να αποδείξουν ότι το σινεμά μπορεί να κερδίσει το αιώνιο στοίχημα απέναντι στο πλεονέκτημα ενός βιβλίου κι έτσι δοκιμάζουν την υπομονή του θεατή, με επαναληπτικούς κύκλους στο ρυθμό και την αφηγηματική ανάπτυξη, την αλληγορική αναρρίχηση ατελείωτων οροσειρών προς τα μηνύματα της ταινίας.

Το αποτέλεσμα καταλήγει σε 2.5 ώρες που ξεχειλώνουν τις δραματικές εντάσεις, κι αντί να εμβαθύνουν, αδυνατίζουν το συναίσθημα. Ενα βουνό δεν σχηματίζεται από την μία μέρα στην άλλη, το καταλαβαίνουμε. Αλλά η ποίηση της ταινίας μπορούσε να επιτρέψει στην κάμερα να κόψει δρόμο.