Σ' ένα νοσοκομείο της φλαμανδικής πόλης Γκεντ του Βελγίου, ο Ντιντιέ, ένας bluegrass μουσικός, και η Ελίζ, μία tattoo artist, στέκονται συντεντριμμένα δυνατοί στο πλευρό της κόρης τους Μέιμπελ. Οι γιατροί τους λένε καθημερινά ότι οι ελπίδες σβήνουν. Το εξάχρονο κοριτσάκι τους κι ο «Κάπτεν Χήμειο» χάνουν την μάχη με τον καρκίνο. Και το ζευγάρι, μέρα με την μέρα, χάνει τον κόσμο. Αυτόν που έπλασαν μαζί, εφτά ερωτευμένα χρόνια. Τα οποία μας επιτρέπουν να ζήσουμε κι εμείς, με κλεφτά flashbacks που μας ραγίζουν την καρδιά. Και το όνειρο: ότι η αγάπη είναι πάντα αρκετή.
Εκείνος είναι ένας ημιάγριος, ντροπαλός καλλιτέχνης. Ερωτευμένος με την Αμερική, το αιώνιο σύμβολό της ως Γη της Επαγγελίας, τις ρίζες της bluegrass μουσικής της. Ενας Βέλγος cowboy που ζει στο φλαμανδικό του ράντσο, στο προσωρινό του τροχόσπιτο, όσο επισκευάζει μ' έναν αργό ρομαντισμό την εγκατελειμένη αγροικία της ιδιοκτησίας. Εκείνη είναι ζεστό φως. Ενα ασυμβίβαστο, παθιασμένο, αλλά γλυκό σαν μέλι κορίτσι που τον κοιτά με ερωτευμένα βλέμματα από την πρώτη μέρα και τον ξυπνά από τον εργένικο, μοναχικό του λήθαργο. Μαζί είναι άτρωτοι. Οχι τέλειοι, αλλά άτρωτοι. Απομονωμένοι στη φύση, σαν άλλοι πρωτόπλαστοι, ζουν μέσα από την μουσική που εκείνος της μαθαίνει (εκείνη παίρνει τη θέση της τραγουδίστριας στην μπάντα του) και τον έρωτά τους που τους έχει ξαφνιάσει: έχει γεμίσει τις μέρες με χαμόγελα και τα βράδια με ανάσες. Δεν είναι στην πρώτη τους νιότη. Πώς τους συνέβη αυτό ξαφνικά; Εχουν δίκιο οι ποιητές; Υπάρχει;
Η Ελίζ μένει έγκυος και η μικρή Μέιμπελ (ναι, από την τραγουδίστρια της κάντρι Μέιμπελ Κάρτερ, μητέρα της Τζουν) συμπληρώνει τον κύκλο της αγάπης. Για τόσο λίγο. «Επρεπε να καταλάβω ότι ήταν πολύ καλό για να είναι αληθινό. Η ζωή δεν είναι δίκαιη. Περιμένει να πιστέψεις, να ονειρευτείς για να σε τσακίσει...»
H ιδέα της ιστορίας ήταν του πρωταγωνιστή και συνσεναριογράφου Γιόχαν Χέλντενμπεργκ, ο οποίος μαζί με τον Μίκε Ντόμπελς την μετουσίωσαν σ' ένα θεατρικό έργο που χωριζόταν σε βινιέτες από τα μουσικά bluegrass διαλείμματα. Αποτελεί φωτεινή εξαίρεση πώς ο Φέλιξ Φαν Γκρόνινγκεν («The Misfortunates») επανασχεδίασε την κατασκευή της και δεν την μετέφερε στην οθόνη ως κλειστοφοβική, αποστειρωμένη θεατρική διασκευή, αλλά ως αυτόφωτο κινηματογραφικό δράμα, γυρισμένο σε σινεμασκόπ, με μοντέρνο μοντάζ και την μουσική να συνυπάρχει ως ένας ακόμα χαρακτήρας που παρεμβάλλεται οργανικά, φυσικά και αναγκαία.
Τα πισωγυρίσματα στο χρόνο (ο Νίκο Λιούνεν στο μοντάζ αξίζει βραβείο) ακόμα κι αν ήταν ένα τεχνικό εύρημα για να σπάσει η θεατρική φόρμα, λειτουργούν καθαρτικά στον ρυθμό της αφήγησης. Ο θεατής μπαίνει στη ζωή, στον ιδιωτικό άρρηκτο κύκλο του ζευγαριού, μέσα από ελλειπτικά ψήγματα μνήμης. Υπήρξε ατόφια χαρά, γέλια, βλέμματα, όνειρα, οργασμοί, ζωή. Αρα, υπάρχει η κόλλα, η πρώτη ύλη που δένει δυο ανθρώπους, που δε θα επιτρέψει στην τραγωδία να τους ισοπεδώσει. Υπάρχει η μουσική που ενώνει τις φωνές τους σε αγγελικές αρμονίες. Υπάρχουν οι χορδές της κιθάρας, του μπάντζο, της καρδιάς τους. Αρκεί να συνεχίσουν να τραγουδούν. Αρκεί να φανούν δυνατοί. Αρκεί να μείνουν μέσα στον κύκλο. Αρκεί;
Ο Μπιορν Ερικσον που υπογράφει το soundtrack που έγινε μεγάλο χιτ μετά την πρεμιέρα της ταινίας στο Πανόραμα του Βερολίνου πέρσι τον Φεβρουάριο (όπου η ταινία κέρδισε και το Βραβείο Κοινού), ενώνει κλασικά country κομμάτια όπως το «Will the Circle Be Unbroken» της οικογένειας Κάρτερ (το οποίο, καθόλου τυχαία, ξεκινά την πρώτη σκηνή) με αυθεντικά bluegrass που ο ίδιος έγραψε για την ταινία και δίνουν φωνή – όχι μόνο σε όσα ζουν οι ήρωες, αλλά και σε όσα αισθανόμαστε εμείς απέναντί τους. Η μουσική ολοκληρώνει τον κύκλο – της αγάπης, της υπόσχεσης, της απώλειας. Απογειώνει και γκρεμίζει και τρυφερά αποχαιρετά. Ο Ερικσον συμπληρώνει τον Γκρόνινγκερ με τον τρόπο που ο ήχος δεν εξηγεί την εικόνα στο σινεμά, αλλά της δίνει μία δυνατή καρδιά.
Και οι δύο πρωταγωνιστές, απλά, σου κλέβουν τη δική σου. Οι ερμηνείες τους δεν είναι συγκλονιστικές γιατί τραγουδούν οι ίδιοι τα κομμάτια (το οποίο, ναι, αξιέπαινα κάνουν), ή γιατί έχουν τις αναμενόμενες σκηνές-ξεσπάσματα. Τους ερωτεύεσαι, γιατί... ερωτεύονται. Με αυτή την νατουραλιστική αμηχανία των στιγμών. Με αυτή την αβίαστη προσοχή στην λεπτομέρεια. Ο Γιόχαν Χέλντενμπεργκ ερμηνεύει τον πραγματιστή Ντιντιέ ως ένα αγαθό, μοναχικό γίγαντα με γένια και ατσούμπαλη ντροπή. Αλλά όταν μιλάει για τους μουσικούς του ήρωες, της παίζει βινύλια ή το μπάντζο του, τον βλέπεις να αλλάζει. Μεταμορφώνεται από ανασφαλές αρσενικό σε άντρα που αφήνεται να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Η Βέρλε Μπέτενς απογυμνώνει τη συναισθηματική, ονειροπόλα ψυχή της Ελίζ, αλλά ταυτόχρονα φορά τα tattoo της ως πανοπλία, ως ένα χάρτη συναισθημάτων για όσα δεν μπορούν να σου πουν τα μάτια και το χαμόγελό της – και, πιστέψτε μας, μπορούν να σου πουν πολλά.
Η ταινία κατηγορήθηκε για μελό που πατάει με ευκολία τα κουμπιά σου. Μπορεί να είναι κι έτσι. Υπάρχουν στιγμές που βλέπεις την tearjerker κατασκευή, πίσω από το βλέμμα του σκηνοθέτη. Αν όμως την πατήσεις κι εσύ, αν την ερωτευθείς κεραυνοβόλα, δεν σε πειράζει καθόλου. Τη βιώνεις προσωπικά, την εισπνέεις, την αφήνεις να τρέξει στο αίμα, τα μάτια σου, τη σιγοτραγουδάς, τη χτυπάς τατουάζ.