Με τον γνώριμο, ξεκάθαρο λόγο και το επεξηγηματικό ύφος που έχουν κάνει τη δουλειά του Στέλιου Κούλογλου να εκτιμηθεί από το κοινό, η «Ολιγαρχία» έχει σαφή άποψη και σταθερότητα στην ανάπτυξή της.
Σύμφωνα με αυτήν, η κατακόρυφη πτώση στο βιoτικό επίπεδο των χωρών της Νότιας Ευρώπης, της Λατινικής Αμερικής, η πρόσφατα δημιουργημένη «τάξη» των νεόπτωχων, είναι δημιούργημα αποκλειστικά μιας μικρής ομάδας τραπεζιτών και αρχηγών κρατών που κυβερνούν τον κόσμο και τον διαχειρίζονται κατά βούληση.
Το γεγονός ότι στην Ελλάδα, ή στην Πορτογαλία, άνθρωποι που μέχρι πριν λίγα χρόνια ανήκαν στη μεσαία τάξη, ζουν αυτή τη στιγμή στα πεζοδρόμια ή τρέφονται με ελεημοσύνη, είναι αποτέλεσμα της ανάπτυξης του νεοφιλελευθερισμού, τον οποία σταδιακά ασπάστηκαν η Αμερική, η Μεγάλη Βρετανία, η Γερμανία και όλες οι κυρίαρχες χώρες, προκειμένου να εκμεταλλευτούν τον παγκόσμιο πλούτο, σε βάρος όλων των υπολοίπων, αλλά και της ιδέας της δημοκρατίας.
Η σύνδεση που κάνει το ντοκιμαντέρ, μεταξύ νεοφιλελευθερισμού, ανάπτυξης του καπιταλισμού και οικονομικής παντοδυναμίας ορισμένων κρατών, με τις τραγικές συνέπεις που αυτή συνεπάγεται, είναι ολόσωστη και αυταπόδεικτη. Η θεωρία, ωστόσο, ότι τα χάλια της Ελλάδας και των υπόλοιπων χωρών με κατεστραμμένη οικονομία είναι ευθύνη μόνο των ηγετών του καπιταλισμού και κανενός άλλου, επικεντρώνει ένα σύνθετο ζήτημα σε μια προσέγγιση μονόπλευρη, χωρίς η ταινία να προλαβαίνει να πλευρίσει το θέμα σφαιρικά.
Ενώ η θεωρία που αναπτύσσει η ταινία είναι και ενδιαφέρουσα και ορθή και απεικονίζεται με ρυθμό και ευρήματα, είναι τόσο στρατευμένη που θυμίζει τα ντοκιμαντέρ του Μάικλ Μουρ, παρότι κάποιος μπορεί αυτό να το θεωρήσει μεγάλο κομπλιμέντο!
Δεν είναι μόνο ότι η σημερινή παρακμή της Ευρώπης ανάγεται κατ’ ευθείαν στη διαφθορά των μεγάλων τραπεζών και χρηματοοικονομικών οργανισμών. Είναι κι ότι τα πλάνα που απεικονίζουν κακόμοιρους άνεργους μαγαζάτορες, παιδάκια που τρώνε από το πεζοδρόμιο ή άντρες που κλαίνε σιωπηλά πάνω από μια κιθάρα, κρατούν λίγο παραπάνω από το απαραίτητο, με την κάμερα όχι απλώς να κολλάει πάνω τους, αλλά να κάνει και ζουμ, σε μια μάλλον εκβιαστική αντιμετώπιση του ανθρώπινου πόνου, που αποπροσανατολίζει την ταινία από την πολιτική της ουσία, φορτώνοντάς την περιττό συναίσθημα.
Στη θεωρία, ένα ντοκιμαντέρ οφείλει να διερευνά την αλήθεια, να την προσεγγίζει απ’ όλες της τις πλευρές και να βγάζει συμπεράσματα, συλλέγοντας στοιχεία και ακούγοντας διαφορετικές απόψεις. Οσο ενδιαφέρουσα και… εκπαιδευτική κι αν είναι η κεντρική ιδέα του, ένα ντοκιμαντέρ δεν ξεκινά από μια προκατασκευασμένη, ή προαποφασισμένη αλήθεια κι έπειτα ψάχνει για εικόνες και για λόγια που να τη θεμελιώνουν. Γιατί μ’ αυτήν την αντιμετώπιση, χάνει τη βαρύτητά της και η αλήθεια που πράγματι βρίσκεται στο περιεχόμενο της ταινίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και ο λόγος και οι πεποιθήσεις της «Ολιγαρχίας» έχουν ουσία και δύναμη, αλλά, πραγματικά, για τη φτώχια της σημερινής Ελλάδας, δε φταίει ούτε η Goldman Sachs, ούτε η Μάργκαρετ Θάτσερ! Ή, τουλάχιστον, δε φταίνε μόνο αυτοί.