Στο βορειοδυτικό Πακιστάν, στα βουνά του Ινδικού Καύκασου, ζουν 4.000 Καλάσα, μια αρχέγονη φυλή, που πιστεύει σε νύμφες, θεούς και ξωτικά και έχει καταφέρει να επιβιώσει και να διατηρήσει την παράδοσή της ανάμεσα σε 165 εκατομμύρια μουσουλμάνους. Οι γυναίκες Καλάσα είναι δυνατές, αξιαγάπητες και παραδόξως ελεύθερες. Η Σαμίμ, είναι η πρώτη κοπέλα που κατάφερε να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο. Το όνειρό της είναι να δουλέψει με τον Αθανάσιο Λερούνη, πρόεδρο της ΜΚΟ «Ελληνες Εθελοντές» που οργανώνει αναπτυξιακά και εκπαιδευτικά έργα στην περιοχή και να βοηθήσει την φυλή της όσο μπορεί. Ξαφνικά οι Ταλιμπάν απαγάγουν τον Λερούνη. Η απαγωγή του γεμίζει φόβο και ανασφάλεια τους Καλάσα. Όλα αλλάζουν. Πως θα το αντιμετωπίσουν οι γυναίκες του Hindu Kush; Τι θα γίνει με την Σαμίμ και τα όνειρα της;
Η Αννέτα Παπαθανασίου είναι μια έμπειρη χαρτογράφος της ανθρώπινης κατάστασης. Εξοπλισμένη με ευαισθησία, απόλυτη γνώση του κάθε φορά «αντικειμένου» της και με μια εμφανή διάθεση να φωτίσει άγνωστες πλευρές του κόσμου που ζει δίπλα μας (ή και λίγο πιο μακριά μας), καταφέρνει να φτιάχνει ντοκιμαντέρ που δεν περιορίζονται στην παρατήρηση, αλλά φτάνουν και στο ζητούμενο που δεν είναι άλλα από την τεκμηρίωση.
Οπως και στο «Καντίρ, Ενας Αφγανός Πρόφυγας», την προηγούμενη βραβευμένη της δουλειά, η Παπαθανασίου τοποθετεί στο κέντρο των ντοκιμαντέρ της ένα «δράμα» και «κλέβοντας» τεχνικές από τη μυθοπλασία αφηγείται τις ιστορίες της με τον τρόπο που κάποιος θα σκηνοθετούσε μια περιπέτεια ή ένα φιλμ μυστηρίου.
Στην περίπτωση του «Καντίρ», το «δράμα» ήταν η διαδρομή του ήρωα της από την Ελλάδα πίσω στο Αφγανιστάν. Στις «Νύμφες» το κινηματογραφικό στοιχείο είναι η απαγωγή του Ελληνα Θανάση Λερούνη (μέλος των «Ελλήνων Εθελοντών»), που για χρόνια υπήρξε δάσκαλος της φυλής των Καλάσα στο Πακιστάν, από τους Ταλιμπάν το Σεπτέμβριο του 2010.
Ετσι μια απλή καταγραφή της (άγνωστης) ζωής των γυναικών της φυλής των Καλάσα που μέσα από το φακό της Παπαθανασίου αναδεικνύουν το περίεργο μείγμα του παλιομοδίτικου νεωτερισμού που χαρακτηρίζει τη ζωή τους, μετατρέπεται σε ένα οδοιπορικό στους αναπάντεχους δεσμούς που δένουν τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας και (κυρίως) χώρας.
Η παγίδα στην οποία πέφτει η Παπαθανασίου είναι ότι παρασύρεται από τις (ομολογουμένως ενδιαφέρουσες) αφηγήσεις των «νυμφών» της φυλής των Καλάσα και αργεί υπερβολικά να εισάγει στην ιστορία το πραγματικό πρόσωπο του ντοκιμαντέρ που δεν είναι άλλο από τον Ελληνα που αφιέρωθηκε, ριψοκινδυνεύοντας ακόμη και τη ζωή του, σε ένα σκοπό σχεδόν ουτοπικό, κερδίζοντας την εκτίμηση μιας ολόκληρης φυλής.
Μπορεί ο πραγματικός σκοπός του ντοκιμαντέρ της να ήταν άλλος (η κατάδειξη μιας σειράς γυναικών που παρόλες τις ιδιαιτερότητες τους μπορούν να ανήκουν δικαιωματικά στο σύγχρονο γίγνεσθαι) και η «εμβόλιμη» ιστορία της απαγωγής να χρησιμοποιείται μόνο για να αποδείξει το ρόλο που έπαιξε ο Λερούνης στην οριστική αφύπνιση της φυλής των Καλάσα, αλλά όταν μιλάμε για σινεμά δεν μπορείς να υπολογίσεις ποτέ ποιο θα είναι το «δυνατό» σημείο της ταινίας σου.
Αντίθετα με τον «Καντίρ», όπου η διαδρομή του ήταν συναρπαστική, αστεία, μελαγχολική και διατηρούσε καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού του μια αγωνία για το φινάλε, οι «Νύμφες» μοιάζουν διχοτομημένες σε δύο άνισα μέρη. Από τη μία η γνωριμία μαζί τους και η εμπιστοσύνη που έδειξαν στην κάμερα της Παπαθανασίου (ενώ, όπως ομολογούν, δεν θέλουν να δείχνουν τα πρόσωπα τους σε όσους τις παρατηρούν ως τουρίστες) και από την άλλη η στιγμή που, εξαιτίας της απαγωγής του «Ατανάσις» (όπως αποκαλούν τον Λερούνη οι Καλάσα) εισβάλλει στη ζωή τους ο φόβος και η ανάγκη για ορατότητα σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο.
Το δεύτερο μέρος είναι σαφώς πιο ενδιαφέρον και πιο αποκαλυπτικό, σχετικά με όσα (καθ)ορίζουν τις ζωές αυτών των γυναικών, μόνο που η Παπαθανασίου (λόγω και πραγματικών δυσκολιών, αφού μετά την απαγωγή απαγορεύτηκαν τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ στην περιοχή, με αποτέλεσμα η σκηνοθέτης να στέλνει σημειώσεις σε ειδικό πακιστανικό συνεργείο για την ολοκλήρωση του ντοκιμαντέρ) μοιάζει να μην ξέρει πως ακριβώς να το χειριστεί.
Με φτωχό αρχειακό υλικό από την ελληνική τηλεόραση, η «πραγματική» ιστορία των «Νυμφών του Hindu Kush» κλείνει βεβιασμένα, αφήνοντας στον θεατή την αίσθηση πως θα ήθελε οπωσδήποτε να μάθει περισσότερα για όσα είδε.
Από μια άποψη αυτό είναι μια επιτυχία. Από μια άλλη είναι αυτό που διαχώριζε πάντοτε ένα αμιγώς κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ από μία ειλικρινή, τίμια αλλά άγουρη κινηματογραφικά τεκμηρίωση.