To «Mrs. 'Arris Goes to Paris» γράφτηκε το 1958 από τον Πολ Γκάλικο, πρώτο μιας σειράς τεσσάρων περιπετειών μιας Αγγλίδας καθαρίστριας, της Κυρίας Χάρις, η οποία μετά το Παρίσι, επισκέφθηκε και τη Νέα Υόρκη, το Κοινοβούλιο και τη Μόσχα.

Βασισμένα στη λογική ενός «νέου θαυμαστού κόσμου» που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μιας απλής, καλοσυνάτης γυναίκας από την αγγλική εργατική τάξη, η οποία μέχρι τη στιγμή της κάθε περιπέτειας της το μόνο σύμπαν που γνωρίζει είναι αυτό των σπιτιών που καθαρίζει καθημερινά, τα βιβλία του Πολ Γκάλικο υπήρξαν επιτυχημένα. Ειδικά αυτό το πρώτο, που στην Αγγλία κυκλοφόρησε ως «Flowers for Mrs. Harris», διασκευάστηκε και για την τηλεόραση (η τρίτη μεταφορά του το 1992 με την Αντζελα Λάνσμπερι, την Νταιάνα Ριγκ και τον Ομάρ Σαρίφ είναι η πιο διάσημη) και για το θέατρο, πριν καταλήξει σε μια κινηματογραφική ταινία, 60 και περισσότερα χρόνια μετά από την έκδοσή του.

Το «παλιό» δεν σημαίνει απαραίτητα «παλιομοδίτικο», αν και στην περίπτωση της ταινίας του Βρετανού Αντονι Φαμπιάν, αυτή η αίσθηση του ρετρό βρίσκεται στον πυρήνα του στιλ, της ατμόσφαιρας και της διάθεσης με την οποία μια ιστορία που δεν μπορεί (και καλύτερα ίσως) να προσποιηθεί για τη διαχρονικότητα της, πλασάρεται στη μορφή ενός παραμυθιού που, μεταξύ μας, δεν θα ήταν καθόλου παράξενο να ξεκινάει με το «Μια φορά κι έναν καιρό…» και να τελειώνει με το «Ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».

Οταν συναντάμε την κυρία Χάρις, ο κόσμος της είναι σχεδόν τόσο τακτοποιημένος όσο και το χαρακτηριστικά αγγλικό σπίτι της, μια μοναχική γυναίκα που ζει ακόμη με την ανάμνηση του συζύγου της που έχει πεθάνει, γλυκιά και υπομονετική ακόμη και με τις νεόπλουτες «κυρίες» που εκμεταλλεύονται την καλοσύνη της και την έμφυτη ανάγκη της να προσφέρει στους άλλους. Η «συνάντηση» της με ένα φόρεμα του οίκου Dior θα είναι σχεδόν ο πιο κεραυνοβόλος έρωτας της ζωής της και μαζί η αρχή μιας νέας ζωής στο Παρίσι, με μοναδικό σκοπό την απόκτηση μιας δημιουργίας του οίκου.

Ο,τι μπορείτε να φανταστείτε θα συμβεί. Η «σκύλα» υπεύθυνη του Οίκου θα σοκαριστεί μπροστά στη φτώχεια και τη μπασκλασαρία της κας Χάρις, ένας νεαρός λογιστής θα δελεαστεί από τα μετρητά που κουβαλά μαζί της, ένα νεαρό μοντέλο θα βρει ένα… μοντέλο ζωής και ένας πλούσιος αριστοκράτης θα γοητευτεί από την πηγαία γοητεία της. Ετσι με νέα οικογένεια στο Παρίσι, η κυρία Χάρις θα γευτεί τις χαρές, αλλά και τις πίκρες της υψηλής ραπτικής, φτάνοντας μέχρι στο σημείο να εφεύρει (που λέει ο λόγος) το prêt-a-porter, δηλαδή δημιουργίες των οίκων πιο προσιτές σε όλον τον κόσμο και όχι μόνο για τις πλούσιες, πλην σταθερά αχάριστες και αλαζονικές πελάτισσές τους.

Τακτοποιημένο και το φιλμ του Φαμπιάν, όσο και η πρότερη ζωή της κυρίας Χάρις, μοιάζει μαθηματικά δομημένο πάνω στην εναλλαγή της κωμωδίας με το δράμα, διατηρώντας ωστόσο πάση θυσία την feelgood ελαφρότητα μιας ταινίας που μοιάζει με το κοκτέιλ που θα προέκυπτε αν ανακάτευες την «Αμελί» με την «Μέρι Πόπινς» με ολίγη από βρετανική παράδοση στο στιλ των ταινιών του Στίβεν Φρίαρς και το «Ο Διάβολος Φορούσε Prada». Τελικά και τίποτε από αυτά, σε μια προδιαγεγραμμένη σεναριακή διαδρομή που προτιμάει να δημιουργεί μια ζώνη ασφαλείας γύρω από τον θεατή, σαν μια κλασική ταινία που δεν έγινε όμως ποτέ κλασική, σαν μια υπέροχη ταινία που δεν έγινε ποτέ υπέροχη.

Κάπου ανάμεσα στην σχεδόν ασφυκτική τάξη (σεναριακή, σκηνοθετική, σκηνογραφική, ενδυματολογική), τα κλισέ αστεία και εκπλήξεις, τα στερεότυπα που τελικά ανακυκλώνονται παρά καταρρίπτονται, τα (υπερβολικά) καλά αισθήματα και τα κοινωνικά μηνύματα που αντιμετωπίζονται ως tips για καθαρό σπίτι (και σε αυτό το σημείο αφαιρούμε οποιαδήποτε αναφορά στον Στίβεν Φρίαρς), το «Η Κυρία Χάρις Πάει στο Παρίσι» είναι ένας προσωπικός θρίαμβος της Λέσλι Μάνβιλ, που, παρά την υπερβολική μανιέρα και τη διαρκή αναζήτηση της συμπάθειας του θεατή, καταφέρνει να είναι ψυχή και σώματι ο χαρακτήρας που υποδύεται. Στον αντίποδα της, η Ιζαμπέλ Ιπέρ, ικανοποιεί για ακόμη μια φορά την ανάγκη ενός σκηνοθέτη που την θέλει camp και ειδικά εδώ άστοχη στα όρια του miscasting, αν και με μια ωστόσο σκηνή προς το φινάλε που θυμίζει - και στην Λέσλι Μάνβιλ - τι σημαίνει «κερδίζω τον θεατή με δύο ατάκες».

Φτάνοντας στο τέλος του παραμυθιού, νιώθεις πως έχεις ξεχάσει το λόγο για τον οποίο ξεκίνησες να το «διαβάζεις».