Αμέσως μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου στις ΗΠΑ, ο στρατηγός Εζρα Μάνον επιστρέφει στο σπίτι του, στη Νέα Αγγλία. Ομως στην οικία των Μάννον, με το σκοτεινό παρελθόν και την νοσηρή σχέση με τη ζωή, υπάρχουν πολλές ανοιχτές πληγές. Η παθολογική αγάπη της γυναίκας του Έζρα, Κριστίν Μάννον, για τον γιο της, Οριν, η προβληματική της συμβίωση με την κόρη της Λαβίνια, και η παρεμβολή ενός τρίτου προσώπου στη ζωή τους διευρύνουν τον κύκλο μίσους, εκδίκησης και καταστροφικού έρωτα, που ήδη εμποτίζει το παρελθόν της οικογένειας και θα ολοκληρωθεί μόνο με την τιμωρία όσων εμπλέκονται σε αυτόν.
Το να κατηγορήσεις τη διασκευή του Ντάντλεϊ Νίκολς πάνω στο επικών διαστάσεων έργο του Ευγένιου Ο’ Νιλ ως απλώς «θεατρική», είναι ίσως η πιο εύκολη κριτική που μπορεί κανείς να κάνει απέναντι σε μια ταινία που στην εποχή της οδήγησε την RKO στο οριστικό κλεισιμό της, κόπηκε στο μοντάζ τόσο ώστε να μην αναγνωρίζεται από τους δημιουργούς της, καταχωρήθηκε ως μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές αποτυχίες στην ιστορία του σινεμά - όλα δείγματα ενός μεγαλόπνοου και φιλόδοξου εγχειρήματος που ο ίδιος ο Ο’ Νιλ εμπιστεύτηκε στον Νίκολς, ικανοποιήμένος από τη διασκευή του δεύτερου στο «The Long Voyage Home» του Τζον Φορντ που το 1940 είχε κερδίσει το Οσκαρ σεναρίου.
Κόντρα στις προβλέψεις που θα ήθελαν ένα τόσο ογκώδες έργο σαν το «Πένθος Ταιριάζει στην Ηλέκτρα» να συντμηθεί για την κινηματογραφική του πρεμιέρα, ο σπουδαίος Αμερικάνος σεναριογράφος (μερικές μόνο δουλειές του το «The Informer» του Τζον Φορντ, το «Bringing Up Baby» του Χάουαρντ Χοκς, το «Stagecoach» του Τζον Φορντ, το «For Whom the Bell Tolls» του Σαμ Γουντ, το «Scarlet Street» του Φριτζ Λανγκ) σκηνοθετεί εδώ στη ολότητά της την τραγωδία της οικογένειας Μάνον (σχεδόν) με το ίδιο πάθος και το σεβασμό που θα το έκανε ο οποιοσδήποτε. Αλλωστε ήταν ο ίδιος που θεώρησε ότι δεν θα έπρεπε να του αποδοθεί το credit του σεναριογράφου, αφού στην πραγματικότητα είχε κρατήσει αυτούσιο το έργο του Ο’ Νιλ, μεταφέροντας απλά μερικές σκηνές σε εξωτερικό σκηνικό.
Κάπως έτσι, στις περίπου τρεις ώρες που απλώνεται αυτή η μνημειώδης (σαν να βρισκόμαστε στην Αγρια Δύση μεταφερμένη στη Μασαχουσέτη του 1967) μονομαχία ανάμεσα σε μια μάνα (Κατίνα Παξινού) και μια κόρη (Ρόζαλιντ Ράσελ), με όλες τις μικρές και τις μεγάλες τραγωδίες που ενώνουν τον Ο’ Νιλ με τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη και από εκεί φτάνουν να ορίσουν το σύγχρονο American drama, ο Νίκολς κάνει τα πάντα για να δώσει αρχιτεκτονική υφή στις διαλογικές σκηνές και κινηματογραφική κίνηση στα βαριά συναισθήματα των ηρώων του, επενδύοντας από τη μία στην υπέροχη ασπρόμαυρη φωτογραφία του Τζορτζ Μπαρνς (Οσκαρ για τη «Ρεβέκα» του Αλφρεντ Χίτσκοκ) και από την άλλη στους έμπειρους και ειδικής βαρύτητας πρωταγωνιστες του.
Το αποτέλεσμα είναι ένα σχεδόν εξπρεσιονιστικό έπος που παρακολουθείται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αλλά και κόπο, καθώς προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο άκαμπτο της θεατρικής του πηγής και στο απόλυτα κινηματογραφικό της πλοκής του. To δεύτερο καταπίνεται κυριολεκτικά από τα λόγια του Ο’ Νιλ που εκτοξεύονται στην οθόνη δίνοντας μια συνεχής αίσθηση πως αυτό που παρακολουθείς είναι η μοναδική ιστορία που πρέπει να γνωρίζεις για την μετεμφυλιακή Αμερική, τις αμαρτίες πάνω στις οποίες χτίστηκε ο Νέος Κόσμος και την αναπόφευκτη υπεροχή των αρχαίων τραγικών ακόμη και πάνω στην ευφυή ενσωματωσή τους σε ένα μελόδραμα από έναν από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς στην ιστορία.
Αντίθετα από τη θεατρική σκηνή, οι μεγάλες διαλογικές σκηνές του Ο’ Νιλ χάνουν εδώ τη δύναμη τους, σε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο από φιγούρες που μπορεί να μοιάζουν με φαντάσματα μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, αλλά ταυτόχρονα θυμίζουν και χαρακτήρες που αγωνιούν τόσο πολύ να εκφράσουν αυτό που κρύβουν μέσα τους, διακινδυνεύοντας συχνά να μοιάζουν κενοί. Με εξαίρεση τον Μάικλ Ρεντγκρέιβ (υποψήφιος για Οσκαρ Α Ανδρικού Ρόλου) που στο ρόλο του γιου Οριν μεταφέρει το οιδοπόδειο σύνδρομό του με απρόσμενο νατουραλισμό, το δίδυμο της Κατίνας Παξινού με την Ρόζαλιντ Ράσελ (υποψήφια για Οσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου) διασχίζει με άνεση ένα άνοιγμα από το «τραγικό» μέχρι τα όρια του κακοπαιγμένου camp, κεντρικά πρόσωπα σε ένα θίασο που μόνο σε λίγες στιγμές – όχι σύγκρουσης, αλλά όταν ο κάθε ήρωας μένει μόνος του στο επιβλητικό σκηνικό – μεταφέρουν την πικρή ανάγνωση του Ο’ Νιλ πάνω στο τέλος των ψευδαισθήσεων και την διαχρονικά τραγική διάβρωση του (αμερικανικού) ονείρου.