Η πρώτη φορά που συναντάμε την 40χρονη Τόνι είναι στην κορυφή μιας χιονισμένης πλαγιάς σε οικογενειακές διακοπές για σκι. Φορά την μάσκα της και, αγνοώντας τη φωνούλα που φωνάζει «μαμά», παίρνει φόρα και κατεβαίνει με υψηλές ταχύτητες. Η σκηνοθέτις κλείνει σε μαύρο, για να ξανανοίξει το φακό της στο δωμάτιο της ψυχολόγου ενός θέρετρου-κέντρου φυσιοθεραπείας, έξω από το Παρίσι. Η Τόνι έχει θρυμματίσει το γόνατό της και θα περάσει 6 μήνες εκεί προσπαθώντας να ξαναπερπατήσει. Η ψυχολόγος τη ρωτά: είναι τυχαίο ότι χτύπησε εκείνη την μέρα; Είναι τυχαίο ότι ανέπτυξε ταχύτητα; Είναι τυχαίο ότι έσπασε το γόνατό της - μία κλείδωση, μία ένωση δύο διαφορετικής λειτουργείας κόκκαλων που μας κάνει να πατάμε στα πόδια μας; Μάλιστα, χρησιμοποιώντας τα τρικ της ποπ ψυχολογίας, επιβάλει στην Τόνι να πει δυνατά «γό-να-το». Στα γαλλικά «genou» - όταν το πεις δυνατά μοιάζει με την ένωση των λέξεων «je» και «nous» (το «εγώ» και το «εμείς»). Οταν σπάσεις το γόνατό σου για να νιώσεις φυσικό πόνο, καθώς ο ψυχικός δεν εκτονώνεται, μπορεί αυτό ποτέ να ξανακολλήσει; Θα ξαναπερπατήσεις όπως πρώτα, έχοντας ξεχάσει το ατύχημα; «Ποτέ δεν ξαναπερπατάς όπως πρώτα. Ποτέ δεν ξεχνάς όσα συμβαίνουν. Ποτέ δεν είσαι ίδιος μετά από αυτά...»
Ναι, η Μαϊγουέν (βραβευμένη το 2011 στις Κάννες για το «Polisse») θέλει να μας διηγηθεί ένα δράμα για το πόσο εύκολα μπορεί μία γυναίκα να χάσει τον εαυτό της μέσα σε μια σχέση. Πώς ένας γοητευτικά αντισυμβατικός άντρας, όπως ο Τζόρτζιο, ένας bipolar, αξιολάτρευτος στις καλές του, τυχοδιώκτης, γίνεται Βασιλιάς στη ζωή μιας γυναίκας (με τον ίδιο τρόπο που οι γοητευτικές, δύσκολες, ιδιότροπες σκύλες στη ζωή ενός άντρας παίρνουν τη θέση της βασίλισσας της καρδιάς τους).
Η ιδέα της ταινίας είναι ενδιαφέρουσα. Ο τρόπος που την ξεκινά η Μαϊγουέν, με φλάσμπακς της Τόνι όσο προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της, αρκετά υποσχόμενος. Θυμίζει ένα πιο ωμό «5Χ2» (Φρανσουά Οζόν), πλησιάζοντας όμως ακόμα πιο κοφτερά την γυναικεία ανασφάλεια, ευάλωττη στα μάγια ενός ακαταμάχητα και συντριπτικά χειριστικού άντρα.
Ο Βενσάν Κασέλ (το μεγαλύτερο ατού της ταινίας) ερμηνεύει με ζωώδη ενέργεια και σαγηνευτική ορμή τον άντρα-λύκο που κάθε 20χρονη ονειρεύεται και κάθε 40χρονη θα έπρεπε να ξέρει ότι καταλήγει σε εφιάλτη. Η Εμανουέλ Μπερκό (η οποία κέρδισε και το Βραβείο Γυναικείας Εμρηνείας στις Κάννες) είναι αρχικά υπέροχη, ειλικρινής και γενναιόδωρα ανοιχτή σ' ένα ρόλο που τη θέλει μόνιμα εκτεθειμένη.
Ομως το «αρχικά» είναι η λέξη κλειδί. Γιατί η Μαϊγουέν μοιάζει πολύ γρήγορα να χάνει το μέτρο και εκθέτει την ηρωίδα της στην υπερβολή, την κακοφωνία, τη νεύρωση. Είναι (κι από το «Polisse») γνωστή η φλυαρία της σκηνοθέτιδος. Φλυαρία και βερμπαλιστική (κάτι που φθείρει όποια ωραία ιδέα κι αν έχεις σε κάτι εντελώς μπανάλ) και κινηματογραφική. Σεναριακά, πόσες σκηνές χρειαζόμαστε για να καταλάβουμε την μανιοκαταθλιπτική γοητεία του Τζόρτζιο, πόσες για να υπογραμμιστεί η ψυχολογική κακοποίηση της Τόνι, πόσες για να εκμαιευθεί το μήνυμα που θέλει τον ασύμβατο έρωτα να οδηγεί στην αυτοκαταστροφή μας; Σκηνοθετικά, πόσα συμβολικά πλάνα ενός ανθρώπου στα γόνατα για να κάνουμε εικόνα την πτώση μπροστά στο Βασιλιά;
Η έλλειψη οικονομίας (στο σενάριο, τη διάρκεια, την καθοδήγηση των ηθοποιών) καταλήγει να σπάει τη βασική κλείδωση της ταινίας. Και το «εγώ» (τον άξονά της) και το «εμείς» - τις πλάτες των θεατών που έχουν να υποστούν μία υστερική γαλλικουριά για 130 λεπτά. Κρίμα, γιατί μία πιο ψύχραιμη ματιά θα μπορούσε να αναγάγει αυτή την ιδέα σ' ένα από τα ωραιότερα ερωτικά δράματα της χρονιάς.