Μία φωτογράφος του Υπουργείου Εσωτερικών αναλαμβάνει να παρακολουθήσει και να καταγράψει τη δράση της ομάδας προστασίας ανηλίκων ενός αστυνομικού τμήματος στο Παρίσι. Συλλήψεις παιδεραστών, ανακρίσεις βίαιων γονέων, κυνηγητό με μικρούς πορτοφολάδες. Πώς αντιμετωπίζουν οι αστυνομικοί ένα κοριτσάκι που ομολογεί ότι ο μπαμπάς της την παρενοχλεί σεξουαλικά; Πώς εξισορροπούν τη δική τους προσωπική ζωή με την απαιτητική τους καθημερινότητα στη δουλειά; Ειδικό Βραβείο Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ Καννών, 2011.
Πρώην ηθοποιός και τώρα στην τρίτη μόλις ταινία της πίσω από την κάμερα, η Μαϊγουέν (το Λε Mπεσκό επώνυμο της δεν το χρησιμοποιεί), δοκιμάζει κάτι αληθινά τολμηρό με μια ταινία που μοιάζει δύσκολη, τόσο στο θέμα, όσο και στην μορφή της. Ακολουθώντας τις ζωές των αστυνομικών, φιλοδοξεί να δείξει την ρουτίνα τους στο τμήμα, την εμπλοκή τους με τις σκληρές, συχνά απάνθρωπες υποθέσεις που αντιμετωπίζουν, την ψυχολογία και τις προσωπικότητές τους, τον τρόπο που η δουλειά σημαδεύει την δική τους ζωή.
Το στοίχημα που βάζει, είναι τόσο φιλόδοξο που θα μπορούσε να ξεπεράσει τις δυνατότητες σκηνοθετών πολύ πιο έμπειρων, αλλά ανέλπιστα σχεδόν, στο πρώτο μισό του φιλμ, δείχνει να λειτουργεί. Βοηθούμενη από ένα εξαιρετικό καστ έμπειρων ηθοποιών κι ένα σενάριο που χτίζει αληθοφανείς χαρακτήρες και καταστάσεις, κατορθώνει μέσα από ένα οργανωμένο κινηματογραφικό χάος, να μας συστήσει μια πολυπληθή ομάδα ηρώων, να τους προσδιορίσει ως χαρακτήρες και την ίδια στιγμή να μας βυθίσει σε μια αληθοφανή αναπαράσταση του τι ακριβώς και πόσο δύσκολη είναι η δουλειά τους, όχι μόνο σε πρακτικό αλλά και σε ψυχολογικό επίπεδο.
Τι κρίμα λοιπόν, που παρά το εντυπωσιακό αυτό ξεκίνημα, το φιλμ καταλήγει να παραπαίει, από την στιγμή που η ίδια η σκηνοθέτις εμπλέκεται στη δράση, κρατώντας τον ρόλο της φωτογράφου που καταγράφει τις αποστολές της ομάδας. Στην αρχή σιωπηλή παρατηρητής, στη συνέχεια καταλυτική παρουσία για ένα τουλάχιστον από τα μέλη του αστυνομικού σώματος, με μια προσωπική ιστορία που μοιάζει αδιάφορη από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή, πυροβολεί η ίδια την ταινία της στο πόδι.
Κι αυτό δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Η διάρκεια του φιλμ κουράζει, τα όσα συμβαίνουν μοιάζουν από ένα σημείο και μετά επαναλαμβανόμενα, η ανάγκη για κορύφωση οδηγεί το σενάριο σε μερικές κακόγουστα υπερβολικές στιγμές, που αντί να προσθέτουν, αφαιρούν από την δύναμη του τελικού αποτελέσματος.
Σύμφωνα με την ίδια τη Μαϊγουέν, η ταινία προέκυψε όταν είδε στην τηλεόραση ένα ντοκιμαντέρ για την υπαρκτή αυτή ομάδα της αστυνομίας και θέλησε αμέσως, να κάνει μια ταινία γι αυτούς. Η γνωριμία της, με αληθινούς αστυνομικούς οδήγησε στη συγγραφή του σεναρίου - κάτι που είναι εμφανές, τουλάχιστον στην αρχή του φιλμ. Οσο η ταινία αντιμετωπίζει τους χαρακτήρες της σαν αληθινούς ανθρώπους, δίχως να αρνείται τα ελαττώματα, τις αδυναμίες τα πάθη τους, τα πράγματα δείχνουν να λειτουργούν άψογα. Οταν αρχίζει να τους βλέπει όμως σαν σχηματικούς ήρωες ενός δράματος με κοινωνικό μήνυμα, ή ακόμη χειρότερα σαν δευτερεύοντες χαρακτήρες σε μια ιστορία που εξυπηρετεί κυρίως τον ναρκισσισμό της Μαϊγουέν, χάνει το πραγματικό της κέντρο βάρους και παίρνει το σχήμα μια επώδυνα χαμένης ευκαιρίας.