Η Εμα Μποβαρί, μορφωμένη και καλοαναθρεμμένη παρά την ταπεινή της καταγωγή, ασφυκτιά στη φάρμα του πατέρα της και ονειρεύεται διαρκώς την απόδραση από τη «μικρή» της ζωή. Θεωρώντας ότι η καλύτερή της ευκαιρία είναι η πρόταση γάμου του Σαρλ Μποβαρί, γιατρού της περιοχής, αποδέχεται την πρότασή του από παρόρμηση. Σύντομα, όμως, αντιλαμβάνεται ότι η νέα της ζωή δεν είναι καθόλου όπως τη φανταζόταν, αλλά αντίθετα τη βυθίζει στην ανία και ξυπνά μέσα της νέες τάσεις φυγής. Μια μικρή γεύση από την υψηλή κοινωνία είναι αρκετή για να την ωθήσει προς την αναζήτηση της απόλαυσης και του κοινωνικού κύρους σε άλλους κύκλους - και άλλες ανδρικές αγκαλιές- με τραγικά αποτελέσματα, καθώς τα χρέη της συσσωρεύονται, η συμπεριφορά της γίνεται ολοένα πιο ανεξέλεγκτη και ο κλοιός γύρω της κλείνει.

Τι ήταν αυτό που έκανε την «Μαντάμ Μποβαρί», το βιβλίο του Γκιστάβ Φλομπέρ εκτός από ένα τόσο σπουδαίο λογοτεχνικό κατόρθωμα κι ένα τόσο σκανδαλώδες βιβλίο στην εποχή του; Θα μπορούσε κανείς να πει, η απρεπής συμπεριφορά της ηρωίδας του, η «ξεδιάντροπη» ερωτική ανυπακοή της ηρωίδας του στις επιταγές της εποχής της, στην απόλυτα καθοριστική ταυτότητα της συζύγου και μητέρας.

Αυτό το στοιχείο της ανυποταγής μιας γυναίκας στους κανόνες είναι εκείνο που μοιάζει να αποτελεί την αφετηρία για την προσέγγιση της Σόφι Μπαρτ στο βιβλίο του Φλομπέρ (ακόμη κι αν αφαιρεί από την αφήγηση την κόρη της Εμα), όμως αν κανείς θα περίμενε μια σθεναρή υπεράσπιση της ηρωίδας της από μια γυναίκα σκηνοθέτη, το φιλμ, δεν μοιάζει να την προσφέρει.

Η Μαντάμ Μποβαρί της Μία Ουασικόφσκα, δυστυχώς δεν έρχεται στην οθόνη με την αύρα μιας πρωτο-φεμινιστικής ηρωίδας, αλλά μάλλον με το άρωμα μιας κακομαθημένης desperate housewife που δυσκολεύεται να συνηθίσει την ζωή στην επαρχία και που κατορθώνει να γίνει γρηγορα εκνευριστική στον σύζυγο, στους εραστές, στον θεατή.

Περισσότερο από θύμα της κοινωνίας των ανδρών, της θέσης και της εποχής της, η Εμα Μποβαρί μοιάζει εδώ με μια γυναίκα που θα χρειαζόταν επειγόντως ένα χόμπι, ναι περίπου τόσο σοβαρά δείχνει η Μπαρτ την απελπισία της.

Και περίπου στο ίδιο μήκος βρίσκεται και η συναισθηματική εμπλοκή του θεατή με το δράμα της, ειδικά αν ξέρει την κατάληξη του βιβλίου, σε μια ταινία που μπορεί να είναι όμορφη, εξαιρετικά φωτογραφημένη και με μια πιο ελαφρώς πιο σύγχρονη εκδοχή μιας ταινίας εποχής, αλλά πάλι δίχως να έχει να προτείνει κάτι καινούριο ή συναρπαστικό, με τον τρόπο που το έκανε για παράδειγμα η Αντρεα Αρνολντ στα «Ανεμοδαρμένα Υψη» πριν λίγα χρόνια.