Μπορεί μια μεταφορά ενός κλασσικού «κομψού» μυθιστορήματος με τον τρόπο που το κάνει εδώ η Αντρεα Αρνολντ, να μοιάζει εκ πρώτης όψης αιρετική, όμως τι μπορεί να σημαίνει στ αλήθεια κάτι τέτοιο; Υπήρχαν συγκεκριμένοι λόγοι που βιβλία όπως τα «Ανεμοδαρμένα Υψη» της Εμιλι Μπροντέ ήταν γραμμένα με έναν συγκεκριμένο τρόπο: είναι απόλυτα σαφές το πως μια γυναίκα συγγραφέας το 1845 μπορούσε να περιγράψει, όχι απλά το πάθος ανάμεσα σε ένα κορίτσι κι ένα αγόρι, μια γυναίκα κι έναν άντρα, αλλά και την ίδια την κοινωνική δομή, τον περίγυρό τους.

Μερικούς αιώνες αργότερα η Αντρεα Αρνολντ δεν έχει κανένα λόγο να κάνει το ίδιο, δεν βρίσκει κανένα νόημα να φυλακίσει μια ιστορία ορμητική και βίαιη από τη φύση της στους κανόνες μιας κούφιας πλέον ετικέτας, μόνο και μόνο για να παραμείνει πιστή στην εποχή.

Ομως η καινούρια ματιά της Αρνολντ στο βιβλίο της Μπροντέ, δεν συνίσταται από κούφια τεχνάσματα ή τετριμμένους αναχρονισμούς, δεν περιορίζεται καν στην «ριζοσπαστική» απόφασή της να δώσει τον ρόλο του Χιθκλιφ σε έναν ηθοποιό που το χρώμα του δέρματος του είναι πιο κοντά σε αυτό του ήρωα του βιβλίου.

Βλέποντας το φιλμ της Αρνολντ δεν αμφιβάλλεις ποτέ για την εποχή που διαδραματίζεται, αλλά δεν μπορείς παρά να νιώσεις μια πιο βαθιά ταύτιση με τους χαρακτήρες, τις δοκιμασίες, τα πάθη τους, όταν οι ζωές τους μοιάζουν με αυτές ανθρώπων με σάρκα και αίμα κι όχι από μελάνι και φθόγγους.

Κινηματογραφώντας την λασπωμένη φύση, το σφύριγμα του αέρα, τον πόνο της απόρριψης, την άτεγκτη σκληρότητα της κοινωνικής απόστασης με τρόπο που μπορεί να καταλάβει ένας σύγχρονος θεατής η Αρνολντ παραδίδει μια από τις καλύτερες λογοτεχνικές μεταφορές στην ιστορία του Βρετανικού σινεμά. Ενα φιλμ που δεν νοιάζεται τόσο για την ανασύσταση της εποχής -η ανελέητη σκληράδα της φύσης, της κοινωνίας ή του έρωτα παραμένει πάντα ίδια- όσο για την αλήθεια των ηρώων της.

Οι δαντέλες και τα έπιπλα μπορεί να μην έχουν την τελειότητα ενός φιλμ των Μέρτσαντ- Αιβορι όμως με τον ίδιο τρόπο και η δύναμή του έχει μια ωμότητα, μια επείγουσα ορμή που σε παρασύρει. Αφαιρώντας τα περιττά, την μουσική, τους λογοτεχνίζοντες διαλόγους, ένα μεγάλο κομμάτι του βιβλίου, η Αρνολντ κρατά μόνο όσα έχουν σημασία και χρησιμοποιεί τις εικόνες, τα πρόσωπα, την φύση, την επιφάνεια σαν οδηγό μας για τα βαθύτερα, τα εσωτερικά τα σπαρακτικά.

Αυτό ακριβώς το πείραμα της είναι ίσως το πιο ριζοσπαστικό, καινούριο, απρόβλεπτο πράγμα που έχει να προσφέρει στο φιλμ και στον κόσμο της Εμιλι Μπροντέ. Κι ευτυχώς, αν το αποδεχθείς, αν το κατανοήσεις, αν του παραδοθείς, αποδεικνύεται -με διαφορά- το πιο πετυχημένο και το πιο συναρπαστικό.