Ο Τζίμης είναι ένας ευκατάστατος μαθητής λυκείου, γύρω στα 17. Η Μαίρη, είναι μια ασκούμενη δικηγόρος γύρω στα 30. Ο Μάκης, ένας 50αρης οικογενειάρχης, ιδιοκτήτης ενός ψιλικατζίδικου. Τρεις πολύ διαφορετικοί άνθρωποι μεταξύ τους και η καθημερινότητά τους. Μέσα στο πλαίσιο μιας συμβατικής ζωής που τους πιέζει όταν όλα γι’ αυτούς μοιάζουν ακίνητα και αναμενόμενα, τα τρία αυτά πρόσωπα βρίσκουν το δικό τους τρόπο διαφυγής.

Οπως και ο τίτλος του, που φέρνει στο μυαλό την Αγγλική πόλη δίπλα στο Λονδίνο, αλλά είναι εκ πρώτης δύσκολος να ερμηνευτεί, έτσι και το ίδιο το φιλμ, μοιάζει για αρκετή ώρα με ένα αίνιγμα, μια κωδικοποιημένη σειρά από στοιχεία που δεν έχεις το κλειδί να ερμηνεύσεις ή να βάλεις στην σωστή σειρά.

Ενας εσωστρεφής, μοναχικός μαθητής περιμένει τον πατέρα του έξω από το σχολείο. Εκείνος αργεί. Μένει να περιμένει μόνος. Μια όμορφη νεαρή γυναίκα τρέχει στον διάδρομο ενός γυμναστηρίου. Πιο γρήγορα. Ιδρώνει. Σταματά. Συνεχίζει. Στο ψιλικατζίδικο του ένας μεσήλικας έμπορος χαζεύει αγγελίες για τηλεφωνικό σεξ στην εφημερίδα. Τακτοποιεί κρουασάν. Βρίζει.

Για ώρα ακολουθούμε τους τρεις αυτούς χαρακτήρες στην μονότονη, αδιάφορη καθημερινότητά τους. Στις απόπειρες τους σε μια κανονική κοινωνική συμπεριφορά. Στο κυριακάτικο τραπέζι με την μητέρα και την γιαγιά του. Σε μια έξοδό της σε ένα κλαμπ. Στην δουλειά της στα δικαστήρια. Σε μια εκδρομή στη θάλασσα με την οικογένεια και τα παιδιά του.

Οι ζωές τους δεν φαίνεται να τέμνονται πουθενά, εκτός από τον τρόπο με τον οποίο το φιλμ τις κοιτάζει: Με μια στιλιζαρισμένη ματιά, αποδραματικοποιημένη, αυστηρή, σχεδόν κλινική. Επίμονη. Μέσα από βινιέτες που φαινομενικά δεν δείχνουν τίποτα περισσότερο από μονότονες εικόνες μιας αφόρητα κενής ζωής, μα που νιώθεις ότι κρύβουν κάτι απροσδιόριστα ανησυχητικό.

Κάτι που γίνεται πιο σαφές στον τρόπο που κοιτάζουν τους άλλους. Που κάνουν σεξ. Και σχεδόν απόλυτα ξεκάθαρο, όταν οι ήρωες μένουν μόνοι: Σε ένα δοκιμαστήριο. Στις τουαλέτες του σχολείου. Στην άδεια τραπεζαρία του σπιτιού μετά από μια γιορτή γενεθλίων που τελείωσε άσχημα.

Σε αυτές τις στιγμές δείχνει να βρίσκεται το στοιχείο εκείνο που θα βοηθήσει στην «λύση» του «αινίγματος» του «Luton». Τα σημάδια που θα κάνουν την άγρια, σκληρή κατάληξη αυτής της ιστορίας να μην μοιάζει σαν ένα αψυχολόγητο εύρημα προς εντυπωσιασμό, μα σαν μια σοκαριστικά αληθινή ματιά σε μια σχεδόν νεκρωμένη, κατατονική κοινωνία που αναζητά με κάθε τρόπο ένα νόημα, μια διασκέδαση, αυτό που θα την κάνει να νιώσει. Κάτι. Οτιδήποτε.

Χωρισμένο σε δύο σχεδόν μέρη, ένα μεγάλο κομμάτι που μας βυθίζει στο τίποτα της ζωής των ηρώων της στην διάρκεια της ημέρας και που υπνωτικά σε κάνει μέρος του κόσμου που με επιμονή χτίζει και σε ένα δεύτερο που ακολουθεί μια απόλυτα διαφορετική κινηματογραφική γλώσσα και που μοιάζει σαν λογικό επακόλουθο του πρώτου, το φιλμ μοιάζει σαν μια βόμβα με ένα αληθινά μακρύ φιτίλι που το βλέπεις να καίγεται και ανησυχείς όλο και περισσότερο όσο η έκρηξη προμηνύεται.

Ο Κωνσταντάτος δομεί το κινηματογραφικό του σύμπαν με απόλυτη προσοχή και ξεκάθαρη αισθητική και κινηματογραφική άποψη. Με αναφορές σε ένα σινεμά απόλυτα αφαιρετικό μα συνάμα «κοινωνικό», φέρνοντας στο μυαλό μια σειρά από υποσυνείδητες αναφορές, από τον Μπρεσόν και τον Χάνεκε μέχρι την γλώσσα της avant garde, μα που καταλήγει να έχει μια ξεκάθαρα δική του άρθρωση, χαρακτήρα και σαφή λογική.

Ισως για κάποιους το «LUTON» θα θεωρηθεί ένα ακόμη «παράξενο ελληνικό φιλμ», μα κοιτάζοντας την Ελλάδα μέσα από την ταινία, τα λευκά κεντητά τραπεζομάντιλα, την μικροαστική σερβάντα, τα στολισμένα κορίτσια στον καθρέφτη, στις τουαλέτες του κλαμπ το βράδυ του Σαββάτου, τους νέους των βορείων προαστίων με τα καθαρά πρόσωπα και τις ρακέτες του τένις, τον φραπέ στο χέρι, τα ψίχουλα από μια τυρόπιτα, το επαναλαμβανόμενο χτύπημα της σφραγίδας στα χαρτιά μιας υπηρεσίας, μπορείς ξεκάθαρα να δεις πως δεν είναι η ταινία «παράξενη», αλλά πολύ απλά η ίδια μας η ζωή.

Αρκεί να την κοιτάξεις από την σωστή οπτική γωνία.


Διαβάστε ακόμη: