Κι όμως, ο μινιμαλισμός μπορεί κάλλιστα να εφαρμοστεί σε ένα έργο εποχής, όπως απέδειξε και η Aντρεα Αρνολντ με την λιτή, αφαιρετική αποτύπωση που προτίμησε για τα «Ανεμοδαρμένα Υψη» της, αντικαθιστώντας το «βάρος» ενός έργου εποχής με τους ήχους και τη δύναμη της φύσης.

Στη «Λαίδη Μάκμπεθ» όμως, ο πρωτοεμφανιζόμενος στον κινηματογράφο (αλλά έμπειρος στο θεατρικό σανίδι) Ουΐλιαμ Ολντροϊντ χρησιμοποιεί μια διαφορετική αφαιρετική προσέγγιση, αν και βασίζεται και ο ίδιος στη φύση και τα στοιχεία της για να δείξει την ανάγκη απελευθέρωσης της (αντι)ηρωίδας του. Για τον Ολντροϊντ εκείνο που έχει σημασία είναι να ξεχωρίσει, να ανακαλύψει ουσιαστικά μέσα στην βικτωριανή αισθητική, εκείνες τις κρίσιμες λεπτομέρειες και τις κομβικές στιγμές της μετάβασης της Λαίδης Κάθριν του από μία νύφη διαδικαστικού χαρακτήρα σε μια τραγική φιγούρα που αρνείται να αφήσει την τύχη της στα χέρια άλλων. Η «Λαίδη Μάκμπεθ» του δεν έχει καμία σχέση αρχικά με την ομώνυμη σαιξπηρική ηρωίδα. Μέχρι το τέλος όμως της ταινίας, θα υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να αιτιολογηθεί ο διακριτικός αλλά καίριος παραλληλισμός.

Η λαίδη Κάθριν είναι μια σύζυγος που ουσιαστικά «συμπλήρωσε» την αγορά μιας έκτασης γης από τον άντρα της πια και τον πατέρα του. Ήδη από την αρχή, ο Oλντροϊντ με εντυπωσιακή σαφήνεια περιγράφει την αυστηρή καθημερινότητα στην οποία πλέον κινείται η Κάθριν, την περιθωριοποίηση από κάθε τι που μπορεί να την ενδιαφέρει και την σκληρότητα που κρύβεται πίσω από την επιφανειακή ευγένεια. Στην «Λαίδη Μάκμπεθ» ακούγονται άπειρα «ευχαριστώ» και ακόμη περισσότερα «συγγνώμη» και όμως σχεδόν κανένα από αυτά δεν έχει την σημασία που μαρτυρά ο ήχος του. Το φόρεμα της Κάθριν μπορεί να είναι λαμπερό μπλε και η εικόνα της να θυμίζει πίνακες του Βερμέρ έτσι όπως τοποθετείται μπροστά από το παράθυρο ή ασκεί τον καθωσπρεπισμό της μέσα στην βικτωριανή αισθητική της έπαυλης, όμως είναι εμφανές από πολύ νωρίς πως μέσα της βράζει ένα αίσθημα απελευθέρωσης που δύσκολα μπορεί να παραμείνει για πολύ καταπιεσμένο.

Η αφορμή δίνεται όταν η Κάθριν δημιουργεί σχέση με έναν νεαρό εργάτη της έπαυλης, ανοίγοντας την πόρτα τόσο προς την σαρκική απόλαυση όσο και προς την συναισθηματική ελευθερία. Η διαδοχή των σκηνών με αφηγηματική οικονομία αποτελούν σταθμούς μιας ακριβούς πορείας προς κάθε είδους χειραφέτηση, ή αλλιώς, μια πορείας αυτοανακάλυψης προς έναν νέο ελεύθερο κόσμο. Η σχεδόν πρωτοεμφανιζόμενη Φλόρενς Πιου (αποκάλυψη του απρόβλητου στην Ελλάδα «The Falling»), χωρίς υπερβολές, αποτυπώνει με εντυπωσιακή ικανότητα από σκηνή σε σκηνή τις ανεπαίσθητες μεταβολές που, αθροιστικά, την μετατρέπουν από άβουλο ον σε κύριο του εαυτού της. Η Κάθριν της είναι και Λαίδη Τσάτερλι και Μαντάμ Μποβαρί και, τελικά, Λαίδη Μάκμπεθ και στο πρόσωπό της μπορεί κάποιος να ανακαλύψει όλα τα στοιχεία που μαρτυρούν το εσωτερικό της πάθος. Η ακρίβεια της Πιου είναι καθηλωτική και ο μινιμαλισμός του Όλντροϊντ, ξεγυμνώνοντας της ιστορία από περιττές λεπτομέρειες, βοηθά στην ανάδειξη μιας πολύπλοκης προσωπικότητας που δεν πρόκειται να χαριστεί σε κανέναν.

Παρά το γεγονός ότι η ιστορία διαδραματίζεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα (ουσιαστικά αποτελεί μεταφορά της ρώσικης νουβέλας του Νικολάι Λέσκοφ «Η Λαίδη Μάκμπεθ του Μτσενσκ», αν και η διασκευή τοποθετεί την ιστορία στην αγροτική βόρεια Αγγλία του 1860), ο Όλντροϊντ δεν υιοθετεί τίποτα από το κλασικό, τίποτα από το βαρύ που συνήθως συνεπάγεται η αποτύπωση της εποχής, δίνοντας έναν μοντέρνο τόνο στην όλη αφήγηση που, ως σύμμαχος στην λαίδη Κάθριν, αντιτίθεται επίσης στο καθεστώς εκείνης της κοινωνίας. Η Κάθριν του είναι μια γυναίκα μπροστά από την εποχή της και η ματιά του αναγνωρίζει την στάση της, χωρίς όμως να δικαιολογεί κάθε της ενέργεια. Ο ίδιος είναι ένας παρατηρητής που θέλει να δει πίσω από την ευγένεια, να ανακαλύψει την αλήθεια, να κατανοήσει τις πράξεις αυτής της γυναίκας, και όχι να την κρίνει. Για αυτό και η σκηνοθετική του ματιά δεν είναι παρεμβατική, η αποτύπωση των γεγονότων δεν χάνει ποτέ την ψυχραιμία της και το στήσιμο των κάδρων βγάζει μια ψυχρότητα που όμως ξεγυμνώνει την βικτωριανή υποκρισία.

Στο τέλος, κοιτώντας κάποιος την επιφάνεια ίσως νομίσει ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει. Η σταδιακή μετατροπή του φορέματος της Κάθριν όμως από λαμπερό σε μουντό, σχεδόν μαύρο, μπλε είναι η πιο τρανταχτή ένδειξη ότι πλέον η ηρωίδα του «Λαίδη Μάκμπεθ» είναι πια ένας άλλος άνθρωπος. Αυτό που είναι ακόμα πιο εμφανές όμως είναι ότι ο Ολντροϊντ είναι ένας νέος σκηνοθέτης με πολύ σίγουρη ματιά, ξεκάθαρη οπτική και πολύ ακριβή ματιά, ικανός να ξεχωρίσει από το κλασικό τα πιο δυνατά στοιχεία του και να τοποθετήσει μέσα σε έναν μοντέρνο, αυστηρό τρόπο αφήγησης. Η ιστορία της «Λαίδη Μάκμπεθ» μπορεί να ανήκει στο 1860. Η γλώσσα όμως που μιλά ανήκει χωρίς αμφιβολία στο σήμερα.