Γερμανία, 1958. Εχουν περάσει μόλις 13 χρόνια από το Ολοκαύτωμα, αλλά κανείς Γερμανός δεν μοιάζει να γνωρίζει τι ήταν το Αουσβιτς. Οι 6.500 στρατιώτες των S.S. έχουν επιστρέψει αβίαστα σε μία καθημερινότητα που τους θέλει δασκάλους, δικηγόρους, γιατρούς, εργάτες, μπακάληδες. Γείτονες και πατέρες. Οι νεότεροι κοιτούν μόνο μπροστά. Οι μεγαλύτεροι δεν κοιτούν, χώνουν το κεφάλι στην άμμο. Κι όμως, η δίκη της Νυρεμβέργης έχει συμβεί (αλλά από τους Συμμάχους, όχι τη Γερμανική δικαιοσύνη), το «Ημερολόγιο της Αννα Φρανκ» έχει δημοσιευτεί, 60.000 επιζήσαντες αναπνέουν κι εκπνέουν αβάσταχτες μνήμες. Η αλήθεια όμως είναι πολύ επώδυνη και αγγίζει κάθε σπίτι, κάθε οικογένεια, κάθε γειτονιά. Για αυτό και η συλλογική συνείδηση επιλέγει να χάνεται σε λαβύρινθους του ψέμματος. Ενας νεαρός, άμεμπτος και φιλόδοξος δημόσιος κατήγορος αφυπνίζεται από έναν μάχιμο δημοσιογράφο και βασιζόμενοι σε μαρτυρίες επιζώντων του Ολοκαυτώματος θα ξεκινήσουν μία αποστολή κάθαρσης που θα οδηγήσει στην Υπόθεση Αουσβιτς και τις δίκες της Φρανκφούρτης του 1963.
Μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί το δράμα εποχής του Τζούλιο Ρικιαρέλι ήταν η φετινή υποβολή της Γερμανίας για το Οσκαρ Ξενόγλωσσου. Μία ταινία καλών προθέσεων και πολιτική καρδιά που χτυπά στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Ενα δείγμα κλασικού σινεμά με προσεγμένες αξίες παραγωγής και έναν γοητευτικά άγουρο κεντρικό ήρωα που τα βάζει με το σύστημα, μόνος εναντίων όλων. Πάνω από όλα: μία mainstream ταινία πάνω σε μια ανατριχιαστική ιστορική αλήθεια που ακόμα και σήμερα συγκλονίζει κι αφήνει άναυδη την ανθρωπότητα. Οχι μόνο για την ευκολία με την οποία συνέβη, αλλά και για την ασυναισθησία με την οποία, αρχικά, κρύφτηκε, θάφτηκε, προσπεράστηκε.
Δυστυχώς όμως, όσο προκλητικά σοκαριστικό κι είναι το θέμα της ιστορίας, το σενάριο και η σκηνοθεσία του Ρικιαρέλι δεν προσφέρουν τίποτα που θα ξύπναγε τις αισθήσεις του θεατή, θα ξεκινούσε ένα φρέσκο διάλογο ή θα φώτιζε μία νέα πλευρά των γεγονότων. Μην έχοντας αποφασίσει αν θέλει ένα παγκόσμιο πολιτικό και δικαστικό δράμα, ή μία προσωπική ιστορία ηθικής σύγκρουσης, ο Ρικιαρέλι χάνεται. Κι ενισχύοντας (ή μάλλον αδυνατίζοντας) την αφήγηση με μία ανώφελη ερωτική παράμετρο, θυσιάζει τον γοητευτικό ήρωά του σε κάτι που καταλήγει βαρετά ακαδημαϊκό (όλοι γνωρίζουμε πια τα γεγονότα), καλλιγραφικά στιλιστικό (αχ αρκετά πια με την παλέτα νοσταλγίας) και προβλέψιμα διδακτικό (π.χ. ο κυνικός Αμερικανός που ήδη έχει προχωρήσει στον επόμενο εχθρό: τον Κομμουνισμό).
Υπάρχουν κάποιες δυνατές στιγμές: όπως οι αφηγήσεις των επιζώντων του Αουσβιτς. Ή η συνειδητοποίηση του ήρωα-σταυροφόρου ότι, αν ήταν λίγο μεγαλύτερος την ιστορική στιγμή που δικάζει, μοιραία θα καθόταν στην άλλη πλευρά του ειδώλιου. Κρίμα όμως που ο Ρικιαρέλι δεν βρήκε το κατάλληλο σενάριο, τον σωστό τόνο και τα ακριβή, στιβαρά και ασυμβίβαστα εκφραστικά μέσα για να πιάσει το τέρας της υποκρισίας από το άσχημο κεφάλι του και να μας το δείξει στον καθρέφτη: ακόμα αποτρόπαιο, επικίνδυνο, σύνθετο, σκοτεινό, επίκαιρο.