Η Μπεατρίτσε είναι μια φλύαρη φαντασιόπληκτη, μια αυτοαποκαλούμενη δισεκατομμυριούχος αριστοκράτισσα, της οποίας της αρέσει να πιστεύει ότι έχει στενές σχέσεις με τους ηγέτες του κόσμου. Η Ντονατέλα είναι μια εσωστρεφής κι εύθραυστη νεαρή κοπέλα, η οποία είναι «κλειδωμένη» στον δικό της μυστηριώδη κόσμο. Και οι δύο νοσηλεύονται στη Βίλα Μπιόντι, μια προοδευτική, αλλά ασφαλή ψυχιατρική κλινική. Μέχρι που θα εκμεταλλευτούν μια ευκαιρία που τους δίνεται για να αποδράσουν στον έξω κόσμο και να αντιμετωπίσουν τα φαντάσματα του παρελθόντος.
Ποια είναι τα όρια μεταξύ λογικής και τρέλας; Μπορεί άραγε ο χρόνος, η φιλία (και ένα γενναίο κοκτέιλ από ψυχοφάρμακα!) να κάνουν δυο βαθιά τραυματισμένες ψυχικά γυναίκες να βρουν ξανά τη χαρά της ζωής;
Σε αυτά τα ερωτήματα πασχίζει να απαντήσει η «Τρελή Χαρά» του πολυγραφότατου Ιταλού σεναριογράφου και σκηνοθέτη Πάολο Βίρτζι, ενορχηστρώνοντας την ξέφρενη απόδραση των δύο συναισθηματικά ασταθών ηρωίδων του από μια ψυχιατρική κλινική και φέρνοντάς τες αντιμέτωπες με τους ανθρώπους και τα γεγονότα που τις σημάδεψαν ανεπανόρθωτα, σε μια επώδυνη πορεία προς τη συνειδητοποίηση των λαθών και όλων των πραγμάτων εκείνων που τις έφεραν σε αυτή την κατάσταση.
Η θεματολογία της ψυχικής ασθένειας που επιλέγει για τη δωδέκατη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του αποτελεί, ομολογουμένως, ένα ναρκοπέδιο πολιτικής ορθότητας, ένα εξαιρετικά λεπτό σκοινί στο οποίο ο Βίρτζι ακροβατεί ριψοκίνδυνα αλλά επιδέξια ανάμεσα στο μελόδραμα και στη φαρσοκωμωδία, την υπερβολή και τον ρεαλισμό, το γέλιο και τη συγκίνηση, κατορθώνοντας τις περισσότερες φορές να βγει αλώβητος, αλλά ταυτόχρονα χωρίς να τολμά μια πραγματική υπέρβαση.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η διαδρομή δεν είναι απολαυστική. Οι δύο ακραία δυσλειτουργικές ηρωίδες του αποτελούν συχνά υπενθύμιση και απόδειξη ότι ο κόσμος μας είναι ενίοτε πιο παράλογος κι από τους πιστοποιημένα τρελούς, οι διάλογοι παραμένουν διαρκώς σπιρτόζικοι και το συναίσθημα τίμιο και ειλικρινές, χωρίς να γίνεται εκβιαστικό, και, κυρίως, ο Βίρτζι δεν παύει ποτέ να σέβεται το κοινό του επιβραβεύοντάς το με μια καλοδουλεμένη μείξη λαϊκού θεάματος και σοφιστικέ δραματικής κομεντί.
Κι ύστερα υπάρχει ο τυφώνας που λέγεται Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι. Χωρίς αυτό να υπονομεύει καθόλου την εξίσου ικανή ερμηνεία της Μικαέλα Ραματσότι στο ρόλο της πιο εσωστρεφούς, αυτοκαταστροφικής Ντονατέλα, η Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι καταλαμβάνει σχεδόν ολοκληρωτικά την οθόνη στο ρόλο-οδοστρωτήρα της πληθωρικής μυθομανούς και διπολικής Μπεατρίτσε, η οποία δεν σταματά ποτέ να μιλά, να σκαρφίζεται κυκεώνες ψεμάτων, να κάνει παρατηρήσεις, να διατάζει και να προσβάλλει τους γύρω της, σαρώνοντας τους πάντες και τα πάντα σε μια αδιάκοπη και αναμφίβολα εξαντλητική προσπάθεια να μην αφήσει τις ρωγμές στο ψευδές προσωπείο της κανονικότητας να γίνουν αντιληπτές. Εχοντας κάποιες φορές να αντιμετωπίσει την υπερβολή με την οποία είναι γραμμένος ο ρόλος της, η θαρραλέα Ιταλίδα ηθοποιός τον φέρνει εις πέρας θριαμβευτικά φέρνοντας ανά στιγμές στο μυαλό τον κατά φαντασία μεγαλοπιασμένο χαρακτήρα της Κέιτ Μπλάνσετ στο «Blue Jasmine» του Γούντι Αλεν.
Στις καλύτερες στιγμές του, ο Βίρτζι επιδεικνύει μια γερή δόση αλμοδοβαρικής τρέλας αλλά και ευαισθησίας στη σκιαγράφηση δύο ηρωίδων που κουβαλούν βαρύ το φορτίο της ψυχικής ασθένειας και των τραυμάτων –σωματικών και συναισθηματικών– του παρελθόντος, εκείνο όμως που εμποδίζει την ιστορία του να απογειωθεί πραγματικά είναι η απουσία μιας αντίστοιχης τρέλας στο σενάριό του, το οποίο βαδίζει σε μια αναμφίβολα ισορροπημένη αλλά σχετικά συμβατική και μάλλον ασφαλή εναλλαγή κωμικού και δραματικού.
Είναι όμως προς τιμή του ότι ακόμα και μέσα στην εμμονή του να ικανοποιήσει τους θεατές του, εκείνο που πρυτανεύει είναι η ανθρωπιά και η απόφασή του να δώσει στο θηλυκό δίδυμο των χαρακτήρων του όχι απλά ένα οποιοδήποτε happy end, αλλά και τη λύτρωση που –επιτέλους– πραγματικά τους αξίζει.