«Τα χέρια που έφτιαξαν την Αμερική.»
Αυτό ήταν το διάσημο tagline των «Συμμοριών της Νέας Υόρκης», πίσω στο 2002 όταν ο Μάρτιν Σκορσέζε ήταν αναγκασμένος να παλεύει ακόμη με μεγαλοπαραγωγούς και δη σε αυτήν την περίπτωση τον μη εξαιρετέο στα περί κατάχρησης εξουσίας Χάρβεϊ Γουάινστιν, προκειμένου να κόψει υλικό που θα έφερνε την ταινία στο επιθυμητό μήκος που ήθελε η διανομή. Κανείς δεν έμαθε ποτέ αν η, σε κάθε περίπτωση, σπουδαία, αλλά «τραυματισμένη» εκείνη ταινία θα ήταν πιο ολοκληρωμένη, πιο επιτυχημένη, εκτός του πάνθεον των «υποτιμημένων» της φιλμογραφίας του, αν τελικά διαρκούσε όσες ώρες ήθελε ο δημιουργός της, χρόνος ίσως απαραίτητος για να φτάσει κανείς βαθιά, εκεί όπου συνήθως βρίσκεται η ρίζα του «κακού».
Δύο δεκαετίες μετά, ο Μάρτιν Σκορσέζε ολοκληρώνει τη δεύτερη ταινία του σε χρηματοδότηση μίας πλατφόρμας (Apple TV+) με το «Killers of the Flower Moon» να διαρκεί μόλις 3 λεπτά λιγότερα από τον αριστουργηματικό «Ιρλανδό» (εκείνο σε παραγωγή Netflix), παραμένοντας ωστόσο απλωμένο σε μια επική διάρκεια 206 λεπτών, ολοφάνερα ελεύθερο από απαιτήσεις παραγωγών, διανομέων ή τελικά ενός ολόκληρου συστήματος που ακόμη και στη νέα εποχή παραμένει λιγότερο τολμηρό απ’ όσο επιτρέπουν οι νέες τεχνολογίες και σίγουρα μικρότερο σε διαστάσεις απ’ όσο ευαγγελίζονται οι υποστηρικτές του σινεμά της «μεγάλης οθόνης». Και οι «Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού» είναι μια ταινία που όσο σπάνια μοιάζει σαν ένα κομμάτι σινεμα που μοιάζει να το φτιάχνουν όσο ακόμη μπορούν οι τελευταίοι μεγάλοι Αμερικάνοι δημιουργοί (ο Σπίλμπεργκ, ο Κόπολα…) πριν το πάρουν για πάντα μαζί τους, τόσο πιο πολύτιμη αποδεικνύεται ως μοντέλο παραγωγής αλλά πρωτίστως ως οδηγός καίριας από κάθε άποψη καλλιτεχνικής έκφρασης για το όποιο παρόν και μέλλον του σινεμά.
Κι εδώ το tagline θα μπορούσε να περιστρέφεται γύρω από τα (βρώμικα) χέρια που έφτιαξαν την Αμερική, αφού ο Μάρτιν Σκορσέζε διασκευάζει (στο σενάριο με τον Ερικ Ροθ του «Forrest Gump», του «Dune», της παραγωγής του «Mank») την έρευνα του Ντέιβιντ Γκραν «Killers of the Flower Moon: An American Crime and the Birth of the FBi» που κυκλοφόρησε το 2017. Η ιστορία τοποθετείται τη δεκαετία του 1920 και περιστρέφεται γύρω από τα μέλη της φυλής των Ινδιάνων Οσέιτζ, οι οποίοι μετά από την ανακάλυψη πετρελαίου, στις εκτάσεις που τους παραχωρήθηκαν για να ζήσουν, έγιναν οι άνθρωποι με το μεγαλύτερο κατά κεφαλή εισόδημα στον κόσμο. Αντιστρέφοντας τους άγραφους νόμους της εποχής, έζησαν στην Οκλαχόμα σαν μια σεβαστή αριστοκρατία και αναμείχθηκαν με τους λευκούς, δίνοντας το στίγμα μιας ουτοπικής συνύπαρξης που διακόπηκε απότομα όταν μυστηριώδεις δολοφονίες άρχισαν να αποδεκατίζουν ουσιαστικά τη φυλή, αναγκάζοντας το νεόκοπο τότε FBI του Εντγκαρ Τζ. Χούβερ να αναλάβει δράση.
Οι «Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού» δεν είναι όμως μια αστυνομική ταινία. Ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο μια αστυνομική ταινία, όπως δεν είναι μια ταινία για τους Ινδιάνους (όσο κι αν κινηματογραφικά και εξωκινηματογραφικά κάνει για την εκπροσώπηση τους τα μεγαλύτερα βήματα που τόλμησε ποτέ το σύγχρονο Χόλιγουντ) ή μια ταινία για τη γέννηση και ουσιαστικά εγκαθίδρυση του FBI. Οι «Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού» είναι μια σκορσεζική ταινία, με όλη τη σημασία της λέξης αφού στον τεράστιο καμβά της χωράει όλο το εμμονικό σύμπαν του δημιουργού της. Στο επίκεντρο βρίσκεται ένας ακόμη σκορσεζικός ήρωας (και, φυσικά, η άνοδος και η πτώση του) μέσα από τα μάτια του οποίου θα γίνουμε μάρτυρες μιας τραγωδίας που, συνταρακτικά, αφηγείται τη βία πάνω στην οποία γεννήθηκε η Αμερική και ταυτόχρονα μάρτυρες μιας ταινίας που μεγαλώνει ακόμη περισσότερο για να γίνει ένα δοκίμιο πάνω στην βία που ορίζει τις ανθρώπινες σχέσεις, δηλητηριάζοντας ερήμην ή ηθελημένα κάθε καλό αυτού του κόσμου.
Θα αρκούσε για να αντιληφθεί κανείς τον καμβά πάνω στον οποίο μεγαλουργεί ο Μάρτιν Σκορσέζε, να παρατηρήσεις την αντίθεση ανάμεσα στο βλέμμα του Ερνεστ Μπέρκχαρτ (τον υποδύεται σε μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο) στην αρχή της ταινίας, όταν φτάνει από τον πόλεμο στο Οσέιτζ Κάουντι γεμάτος όρεξη και φιλοδοξία για ζωή, προστατευόμενος του θείου του μεγαλογαιοκτήμονα και ευεργέτη Γουίλιαμ Χέιλ (ο Ρόμπερτ Ντε Νίκο σε σαρδόνιο timing) και γρήγορα ερωτευμένος και ζευγάρι με την Ινδιάνα Μόλι (σε μια δύσκολη, γενναιόδωρη, αφοπλιστική, πολυεπίπεδη ερμηνεία η σπαρακτική Λίλι Γκλαντστόουν) και το σκοτάδι στο οποίο έχει βυθιστεί στο φινάλε, όταν αντιλαμβάνεται πως υπήρξε από νωρίς ο αφελής νέος πάνω στην αθωότητα του οποίου θα γράφονταν τα στυγερά εγκλήματα ενός σατανικού σχεδίου για την εξόντωση των Ινδιάνων και την βίαιη απόκτηση του πλούτου τους.
Ο Σκορσέζε δεν βρίσκεται στην ελεγειακή τροχιά των «Καλών Παιδιών», του «Καζίνο» και του «Ιρλανδού». Στους «Δολοφόνους του Ανθισμένου Φεγγαριού» επιστρέφει συνειδητά στην γκροτέσκα φαντασμαγορία που έκρυβαν μέσα τους οι «Συμμορίες της Νέας Υόρκης» και στην πρώτη του εδώ απόπειρα για ένα καθαρόαιμο γουέστερν, σκηνοθετεί με τον (σωστό) τόνο ρυθμισμένο στο folk. Σαν αυτή η ιστορία να ανήκει ήδη σε ένα μεταμοντέρνο true crime που έχουν εξαντλήσει τα ταμπλόιντ και το πραγματικά σημαντικό είναι να «διαβαστεί» σωστά και με όλες της τις λεπτομέρειες από την αρχή, με την συνειδητή ελαφρότητα αλλά και την ανατριχιαστική αλληγορία ενός παραμυθιού, με την προσοχή στραμμένη όχι τόσο στην τραγωδία (ή το ηθικό της δίδαγμα) αλλά στον στρόβιλο της ανθρώπινης ασυδοσίας, μισαλλοδοξίας και ανίκητης ανοησίας έτσι όπως αυτές διαιωνίζονται προκαλώντας τεκτονικά ρήγματα στο ρου της Ιστορίας.
Μοντέρνο με έναν τρόπο που το αντιλαμβάνεσαι σκηνή με τη σκηνή, σε ένα storytelling τόσο διαυγές που σε διαπερνά πριν σε παρασύρει νομοτελειακά στο αριστουργηματικό φινάλε του, το φιλμ γίνεται το ίδιο ένα μεγάλο βιβλίο σαν αυτό που ξεφυλλίζει ο ήρωας του, προσπαθώντας να μάθει την ιστορία των Ινδιάνων και σταματώντας στις λεζάντες των φωτογραφιών μπαίνει γρήγορα στο παιχνίδι: «Μπορείτε να βρείτε τους λύκους στην εικόνα;». Ο Σκορσέζε ρωτάει κι εμάς αν μπορούμε να βρούμε τους λύκους γύρω μας μας και απαντάει, ενώνοντας τις αμαρτίες του παρελθόντος με τα φαντάσματα του παρόντος, μιλώντας με καθαρότητα για το ρατσισμό, τις γυναικοκτονίες, τη δικαιοσύνη, αλλά πιο σύγχρονα και υπαρξιακά από ποτέ και για την ταυτότητα: οι Ινδιάνοι των Οσέιτζ τη διεκδίκησαν πληρώνοντας με τη ζωή τους, ο Ερνεστ Μπέρκχαρτ τη θεώρησε δεδομένη, χάνοντας τον εαυτό του μέσα στο χάος των άλλων, η Αμερική την επαναδιαπραγματεύεται διαρκώς χάνοντας με τίμημα, όπως συμβαίνει νομοτελειακά, διαρκώς τον προσανατολισμό της.
Διατρέχοντας την Ιστορία μέσα σε κινηματογραφικές αίθουσες με επίκαιρα και κλείνοντας την ταινία με ένα βαθιά συγκινητικό κλείσιμο του ματιού στο ίδιο το entertainment που αλέθει διαρκώς την αναπαράσταση της πραγματικότητας, ο Μάρτιν Σκορσέζε το αισθάνεσαι πως σε αυτήν την ταινία νιώθει ελεύθερος να αφηγηθεί την ιστορία του όπως ακριβώς θέλει: με τον κλασικό τρόπο που παραμένει ο πιο μοντέρνος όλων, με πανοραμικά πλάνα που κάνουν τον άνθρωπο να μοιάζει ταυτόχρονα Θεός και ασήμαντος, με δεξιοτεχνικές σκηνές πλήθους και γιορτής στο κέντρο της πόλης, με χιούμορ που σου παγώνει την καρδιά, με τουλάχιστον μια σκηνή τιμωρίας ανάμεσα στον Ρόμπερτ Ντε Νίκο και τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο που ανθολογείται ήδη, με μια παλέτα που όσο περνάει η ώρα πετάει από πάνω της τα χρώματα της συμπεριληπτικότητας για να βαφτεί με τη μονόχρωμη μπογιά του μίσους, με ένα mixtape που ζωντανεύει τις ρίζες του αγαπημένου του rock ’n’ roll στα τραγούδια της Δύσης, με μια βαθιά μελαγχολία για όσες αποφάσεις όρισαν τη μοίρα αυτού του κόσμου, με μια επείγουσα υπενθύμιση για το κακό που βρίσκεται πιο κοντά από όσο νομίζουμε (ή αγνοούμε) και με μια από τις πιο όμορφες, πολύπλοκες, απόκοσμες, τρυφερές και βίαιες μαζί ερωτικές ιστορίες που είδαμε πρόσφατα στο σινεμά να γεννιούνται, να αντέχουν και τελικά να προδίδονται από την ανθρώπινη αδυναμία.
Σινεμά όπως δεν το κάνουν πια. Σινεμά όπως θα έπρεπε να συνεχίσουν να το κάνουν για πάντα.