Το μυθιστόρημα, με αυτοβιογραφική βάση, της Κόλιν Χούβερ, «Τελειώνει μ' Εμάς», που από το 2016 έχει πουλήσει πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα σ' όλο τον κόσμο κι έχει μεταφραστεί σε πάνω από 20 γλώσσες, ήταν ο ως τώρα ανεκπλήρωτος πόθος του Τζάστιν Μπαλντόνι, τηλεοπτικού ηθοποιού και ενίοτε σκηνοθέτη. Η εκπλήρωση ήρθε φέτος, βυθισμένη σ' ένα σύννεφο κουτσομπολιού (τσακωμοί του Μπαλντόνι με τη χρυσαφένια πρωταγωνίστριά του, το cancel της Μπλέικ Λάιβλι ως κοινωνικά ασυνείδητης), αλλά με την ομορφιά και τη σαχλαμάρα που θα περίμενε κανείς.

Ηρωίδα της ιστορίας είναι μια λαμπερή, πανέμορφη, δροσερή, αλλά τραυματισμένη κοπέλα, η Λίλι Μπλουμ (Lily όπως κρίνος, Bloom όπως ανθοφορία), που μεγάλωσε σε μια ευκατάστατη οικογένεια όπου ο κατά τα άλλα άμεμπτος πατέρας σάπιζε τακτικά στο ξύλο την αθόρυβη μητέρα. Αυτή την τραγική ιστορία είχε ζήσει από κοντά ο πρώτος boyfriend της Λίλι, ο Ατλας, ένα άστεγο αγόρι με μεγάλα όνειρα. Στο σήμερα, η Λίλι Μπλουμ μετακομίζει στη Βοστόνη για να διαχειριστεί τη βεντάλια συναισθημάτων που της προκαλεί ο πρόσφατος θάνατος του πατέρα-τυράννου. Εκεί θα γνωρίσει, εντελώς τυχαία, τον Ράιλ Κινκέιντ, έναν ψηλό μελαχρινό άντρα με θεληματικό πιγούνι και σαρκώδη χείλη, ο οποίος επιπλέον είναι πλούσιος διακεκριμένος νευροχειρουργός.

Ο Ράιλ έχει τα δικά του τραύματα που τον εμποδίζουν να δεθεί συναισθηματικά, παρά, έκπληξη, με τη Λίλι και τη φαινομενική αθωότητά της. Η σχέση τους θα στεριώσει την ίδια ώρα που η Λίλι, σαν σε fast forward, καθαρίζει, ανακαινίζει, διακοσμεί και ανοίγει το κατάστημα των ονείρων της - ένα, ας μαντέψουμε, ανθοπωλείο, το οποίο, παρεμπιπτόντως, δεν έχει ούτε ένα φρέσκο λουλούδι, μόνο υφασμάτινα και ξερά σε γκοθ χρώματα και συνθέσεις βγαλμένες από τη φαντασία του Τιμ Μπάρτον - παρέα με μια κοπέλα που έχει γνωρίσει για τρία δευτερόλεπτα, αλλά γίνεται αυτόματα η καλύτερή της φίλη και τυχαίνει να είναι η επίσης πλούσια αλλά αργόσχολη αδελφή του Ράιλ.

Φυσικά στην πρόοδο αυτής της ζευγαρικής σχέσης, οι σκιές της βίας θ' αρχίσουν να κάνουν τη διακριτική και τρομοκρατική εμφάνισή τους, ακριβώς τη στιγμή που, άλλη έκπληξη αυτή, η Λίλι θα συναντήσει, ξανά τυχαία, στη Βοστόνη, τον παιδικό της φίλο Ατλας που έχει γίνει ανερχόμενος εστιάτορας.

Η ταινία προσπαθεί να συνδέσει δύο στοιχεία: τη ρομαντική κομεντί και την κατά της κακοποίησης καταγγελία. Το δεύτερο ας πούμε ότι το χειρίζεται λίγο καλύτερα, μια και πραγματεύεται τις γκρίζες περιοχές, τις σχέσεις τις τόσο πιο επικίνδυνες γιατί η μορφή τους δεν είναι αμέσως εμφανής, αλλά κρυμένη στο love bombing, στις εκ βαθέων απολογίες, σε μια διάχυτη, μπερδευτική τρυφερότητα. Αυτό το στοιχείο, ωστόσο, στηρίζεται σε μια ρομαντική κομεντί κάκιστη, γεμισμένη με κάθε αυθαίρετο κοριτσίστικο όνειρο, ένα γκλαμ μεγαλοαστικό περιβάλλον, μια ευκολία στην επιτυχία, διαδοχικά καραόκε, γόβες στιλέτο, καταχρηστικές σχέσεις κι ένα μάτσο ηρώων για τους οποίους όχι μόνο εμείς δεν κρίνεται απαραίτητο να γνωρίζουμε τίποτα, αλλά κι οι ίδιοι δεν γνωρίζουν τίποτα ο ένας για τον άλλον, οριακά και για τον εαυτό τους, παρά τα στοιχειώδη: όμορφη/ος, πλούσια/ος, διαθέσιμη/ος, καλός μάγειρας, καλός γιατρός, καλή ανθοπώλης.

Εκείνο που συγκρατεί την υπομονή του θεατή όσο παρακολουθεί αυτόν τον παραλογισμό, είναι η ομορφιά και η χάρη και γλυκύτητα της Μπλέικ Λάιβλι η οποία, είτε καταδιώκεται από φονικό καρχαρία, είτε τινάζει χαριτωμένα την ξανθοκόκκινη χαίτη της και στραβοχαμογελά, έχει έναν σπάνιο μαγνητισμό στο φακό. Κι η ταινία τελειώνει μ' αυτό.