Ο Ανάργυρος, ένας φιλήσυχος τίμιος χαράκτης, πέφτει θύμα ενός απατεώνα και μίας femme fatale και δέχεται να γίνει παραχαράκτης. Μόνο που το κόλπο που τους θέλει να κατασκευάζουν κάλπικες λίρες αποτυγχάνει, καθώς από την πρώτη τους κιόλας προσπάθεια, κανείς δεν πείθεται ότι η λίρα είναι αληθινή. Ο Ανάργυρος, έχοντας πάρει το μάθημά του, την ξεφορτώνεται σ' έναν ψευδο-αόμματο ζητιάνο κι εκείνος με τη σειρά του την τάζει σε μία πόρνη για μία νύχτα απεγνωσμένου έρωτα. Η κάλπικη λίρα όμως γλιστράει από το τρύπιο σακάκι του επαίτη και πέφτει στο δρόμο και στη ζωή ενός μικρού, πρόσφατα ορφανού κοριτσιού. Η Φανίτσα, κόρη του ασπριτζή της γειτονιάς που είχε υποφέρει από τον τσιγκούνη σπιτονοικοκύρη του, καταφέρνει να λιώσει την παγωμένη καρδιά του Ελληνα Σκρουτζ, ο οποίος εν γνώσει του ότι είναι κάλπικη, είναι ο μοναδικός που αγοράζει την λίρα της. Με τη σειρά του την τοποθετεί στην πρωτοχρονιάτικη πίτα ως φλουρί, το οποίο κερδίζει μισό μισό ένα ερωτευμένο ζευγάρι - ο φτωχός ζωγράφος και το πλουσιοκόριτσο που απαρνήθηκε την οικογένειά της για να ζήσει στη σοφίτα του εραστή της. Ορκίζονται να μην ξοδέψουν ποτέ τη λίρα τους, η οποία γίνεται σύμβολο της αιώνιας αγάπης τους.
Η πρώτη σπονδυλωτή ταινία του ελληνικού κινηματογράφου αποτελείται από αυτές τις τέσσερις ιστορίες, τις οποίες συνδέει η κάλπικη λίρα και το κοινό συμπέρασμα με το οποίο ολοκληρώνεται το κάθε επεισόδιο: «ο παράς είναι πάντα κάλπικος». Ο Γιώργος Τζαβέλλας ακροβατεί ανάμεσα στην κωμωδία, τον νεορεαλισμό και το μελόδραμα, συνθέτοντας μία διορατική ηθογραφία της μεταπολεμικής Αθήνας, όπου οι κάτοικοί της ονειρεύονται ότι θα ξεφύγουν από τη φτώχεια, πιστεύοντας ακράδαντα ότι αυτό είναι και συνώνυμο της ευτυχίας. Μόνο τα όνειρα που γεννά το εύκολο χρήμα αποδεικνύονται το ίδιο ψεύτικα. Ομως η ανέχεια είναι εξίσου σαρωτική: οι μεροκαματιάρηδες παραμένουν φουκαράδες, οι μικροαπατεώνες συνεχίζουν να εγκλωβίζονται στο κοινωνικό τους περιθώριο, το ζευγάρι δεν αντέχει να ζήσει από τον έρωτά του και χωρίζει. Οι καιροί είναι σκληροί. Ο παράς μπορεί να είναι κάλπικος, αλλά η ανάγκη για επιβίωση αληθινή.
Βραβευμένη στη Βενετία, επίσημη συμμετοχή στο φεστιβάλ των Καννών και του Κάρλοβι Βάρι, τεράστια εισπρακτική επιτυχία στις ελληνικές αίθουσες του 1955, η ταινία του Τζαβέλλα παραμένει κλασική και σπουδαία γιατί ακροβατεί ανάμεσα σ' αυτά τα δύο άκρα, χωρίς εύκολα συμπεράσματα: καταδικάζει τη φιλαργυρία, τιμωρεί την απατεωνιά, αλλά καθρεφτίζει με ανθρωπιά και κατανόηση την ανάγκη του ανθρώπου να ξεφύγει από το αδιέξοδο ριζικό του. Δεν υπάρχει τίποτα το αληθινό στον πλούτο, αλλά και τίποτα το εξιδανικευμένα ρομαντικό στη φτώχεια.
Εξι δεκαετίες αργότερα, τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει. Με την Ελλάδα να πρέπει να στηριχτεί ξανά στην μεροκαματιάρικη ραχοκοκκαλιά της, να θυμηθεί τις ρίζες των αντοχών της και να κάνει απλά, μικρά, καθημερινά όνειρα, η επανέκδοση της «Κάλπικης Λίρας» μοιάζει ιδανική.
Στο σύγχρονο κοινό μπορεί να κλωτσήσει σε στιγμές ο μελό διάλογος ή ο διδακτισμός του voice over. Η ταινία όμως έχει γερά σεναριακά θεμέλια και στιβαρές αριστουργηματικές ερμηνείες που ακόμα συγκινούν: ο αυτοσαρκασμός του Βασίλη Λογοθετίδη, το εύθραυστο πείσμα του Ορέστη Μακρή, η μπουφόνικη μαγκιά του Μίμη Φωτόπουλου, η ορμή του Δημήτρη Χορν, το "σ' αγαπώ" της Ελλης Λαμπέτη κάνουν αυτή την «Κάλπικη Λίρα» πραγματικά ανεκτίμητη.
Η «Κάλπικη Λίρα» θα προβάλλεται στις αίθουσες από την Κυριακή του Πάσχα.