Μια ταινία που έγινε με την ιδιότητα του συμβόλου ή της αλληγορίας, το 1971, μέσα στη χούντα, στη λογοκρισία και την απειλή, αναζητώντας έναν τρόπο να δοξάσει τη στερημένη από την ιδέα της ελευθερίας Ελλάδα, έχει γίνει η ίδια, πενήντα πέντε χρόνια αργότερα, ένα σύμβολο της ανένταχτης, ατίθασης δημιουργίας, μια περίπτωση μοναδική κι αυτάρκης (χωρίς ανάγκη εξήγησης ή ανάδειξης) και, ταυτόχρονα, ένα φιλμ τρομακτικά καίριο στην ιδεολογία του και μοντέρνο στις αισθητικές επιλογές του.

Ενα οικοδόμημα εκλεκτικό, αν σε κάτι σταθερό στηρίζεται, αυτό είναι οι αντιθέσεις που το καθορίζουν. Στην πρώτη ανάγνωση είναι ένα καταδικασμένο love story. Η Ευδοκία, μια πόρνη, νέα στη δουλειά, ερωτεύεται με τον Γιώργο, ένα λοχία κοντά στην απόλυση. Ο έρωτάς τους είναι παθιασμένος, ηλεκτρισμένος, σαρωτικός, έρχεται όμως αντιμέτωπος με την κοινωνική κατακραυγή. Η κοινωνία - της μεταπολεμικής, φτωχικής Ελλάδας, αλλά ακριβώς έτσι και σήμερα - δεν μπορεί να επιτρέψει σε μια πόρνη να «νομιμοποιηθεί» μ' ένα γάμο. Ο νταβατζής δεν μπορεί να της επιτρέψει να δίνεται δωρεάν. Κι ο στρατός, το πρότυπο της αρρενωπότητας και της πειθαρχίας, δεν μπορεί να επιτρέψει σ' ένα φαντάρο να ξεστρατίσει με μια ιερόδουλη. Ακριβώς έτσι και σήμερα. Και γι' αυτό ο έρωτάς τους θα τιμωρηθεί βίαια.

Ευδοκία (ηρωίδα) δεν θα μπορούσε να υπάρξει, χωρίς τη Μαρία της αριστουργηματικής Κούλας Αγαγιώτου. Μια μεσόκοπη πόρνη που παρασύρθηκε και κακοποιήθηκε κι είδε τα όνειρά της να τσαλακώνονται, να ξενιτεύονται κι έχει μείνει, στραπατσαρισμένη και αγκαλιά με την μποτίλια, να παραπαίει ανάμεσα στην προστατευτικότητα και το παράδειγμα προς αποφυγή. Είναι η Μαρία που ανοίγει την ταινία, σε μια αφηρημένη συνέχεια του «Μέχρι το Πλοίο» (της πρώτης από τις μόλις τρεις ταινίες που σκηνοθέτησε ο Δαμιανός), που στρέφεται γύρω από την Ευδοκία σαν μονοπρόσωπος χορός για να προειδοποιήσει, να θωπεύσει, να προγγίξει. Να προοικονομίσει το μέλλον της Ευδοκίας, δίνοντάς της έτσι την τραγική της διάσταση.

Ο Δαμιανός (ιστορικά με βοηθούς τον Λάκη Παπαστάθη και τον Νίκο Ζερβό), κάνει τη δική του, εύγλωττη αντίσταση στον ελληνικό αυταρχισμό. Τοποθετεί την ιστορία του σ' ένα τοπίο αρχέγονο που αρχίζει να γεννά τσιμεντένια κουτιά, της φτώχειας, του στενού χώρου και του στενού νου. Επιτίθεται στη στρατοκρατία, στον τραμπουκισμό, μαζί στον καταστροφικό, μοιραίο συντηρητισμό της ελληνικής κοινωνίας, της τόσο πιο σκληρής γιατί είναι άπορη και χωρίς όνειρα, στο απανταχού σκοτάδι. Και το κάνει με μια ταινία.... ροζ. Οσο σοκαριστικά είναι τα ξεσπάσματα της ιστορίας της, άλλο τόσο συγκλονιστικός είναι αυτός ο τόσο απρόσμενα ποπ χαρακτήρας της (με την υπογραφή του διευθυντή φωτογραφίας Χρήστου Μάγκου), στα κουφετί ξημερώματα, τα τριανταφυλλί ρούχα, τα κόκκινα μάγουλα της Ευδοκίας, το ροζ σπίτι, το ροζ που ξεπηδά από παντού για να ειρωνευτεί το μαύρο.

Η ταινία έχει μια διάσταση υπερβατική. Κατ' αρχάς στο ντουμπλάζ της που ένας πρώτος «επισκέπτης» θα δυσκολευτεί να δεχτεί. Αλλα λένε τα χείλη των πρωταγωνιστών, άλλα λέει η υπέροχη, βγαλμένη από την παλιά αστική Ελλάδα, φωνή της Ελένης Ροδά που ντουμπλάρει τον πρώτο ρόλο. Οι ήχοι ατμόσφαιρας είναι αλλού εκκωφαντικοί, αλλού ανύπαρκτοι. Μια sui generis υπονόμευση της φόρμας, ένα στοιχείο ερασιτεχνικό κι αλλόκοτο που, ηθελημένα ή μη, εντείνει την αίσθηση του εμβληματικού παραμυθιού. Το ίδιο και το μοντάζ, ελεύθερο, ανίερο, παρορμητικό σαν το ζευγάρι των ερωτευμένων.

Ο λοχίας, ο Γιώργος, χορεύει το «ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας», όπως έχει γίνει γνωστό και παροιμιώδες το κομμάτι που συνέθεσε ο Μάνος Λοϊζος και στις αργόσυρτες βόλτες του συμπυκνώνει ολόκληρη την εσωτερική ανδρική μάχη υποταγής κι ανατροπής αυτού που σήμερα ονομάζουμε τοξική αρρενωπότητα. Ακόμα σημαντικότερος όμως, ή συμπληρωματικός, είναι ένας άλλος χορός στην ταινία. Οταν η Ευδοκία, εκδιωγμένη, βιοπαλαίστρια και πάλι, φιλοξενείται στο σπίτι της κακοπαθημένης Μαρίας, δυο γυναίκες που κρέμονται οριακά από την κλωστή της επιβίωσης, τι κάνουν; Χορεύουν καν-κάν μ' ένα σκανταλιάρικο τραγουδάκι, γαμπίτσα, γαμπίτσα, αφράτη και ροζέ, βγάζοντας τη γλώσσα στους κριτές τους, ώσπου να καταρρεύσουν.

Ο έρωτας της Ευδοκίας και του Γιώργου είναι παραισθησιογόνος, ενστικτώδης, ζωικός, παροξυσμικός. Ποθούνται πριν καν γνωριστούν, τόσο που θέλουν να σφραγίσουν την επιθυμία τους με στέφανα δεσμευτικά. Είναι αγρίμια της απόλαυσης και της χαράς, έχουν κέφι για ζωή παρότι δεν υπάρχει τίποτε το ωραίο στη ζωή που έχουν γνωρίσει. Εχουν επιθυμίες και δεν έχουν αναστολές. Κι όταν ο Γιώργος (του αρχετυπικά όμορφου και άδολου Γιώργου Κουτούζη) κιοτεύει, η Ευδοκία (της συναρπαστικά μοντέρνας, πικάντικης, αυθόρμητης, φωτεινής, ζουμερής Μαρίας Βασιλείου), θα συνεχίσει, ως το τέλος, ως την προδιαγεγραμμένη τιμωρία και την ανακύκλωση των προκαταλήψεων και της βίας, μ' ένα φινάλε ανοιχτό, αλλά ταυτόχρονα ασφυκτικό.

Αυτή είναι μια 50χρονη ταινία τόσο αντικομφορμιστική, όσο κι η ίδια η Ευδοκία. Κι όπως η Ευδοκία, δεν αποκλίνει από τη νόρμα σκόπιμα, αλλά πηγαία, όχι με ρεαλισμό, αλλά με αφοπλιστική ειλικρίνεια, γιατί μόνο αυτή έχει δύναμη και λογική. Στο μελόδραμα που είναι βαρύ και απενοχοποιημένο, αντιπαραβάλλει το χιούμορ και την παιδικότητα. Στη θεατρικότητα, στην υπερβολή, την έκρηξη του αυθορμητισμού, ακόμα κι από τους δυο μαγνητικούς ερασιτέχνες πρωταγωνιστές της. Στην παράδοση, ένα ζευγάρι κόκκινα πέδιλα κι ένα γέλιο γάργαρο και κοροϊδευτικό. Η «Ευδοκία» σχολιάζει τα χρηστά ήθη αλλά δεν ηθικολογεί, έχει έναν άγριο ρομαντισμό αλλά καμία γλυκεράδα. Μόνο η βία υπάρχει παντού, όπως στη φύση, και στο κακό αλλά και στο καλό, μια και στον αντίποδα του θανάτου βρίσκεται όχι μόνη η ζωή, αλλά η ερωτική ζωή, το σεξ, το απόλυτο δόσιμο. Ισως γι' αυτό και ο Δαμιανός, σε μια τόσο παθιασμένη ταινία, αποφεύγει τα κοντινά πλάνα, γιατί μια τέτοια ένταση ποιος θα την άντεχε;

Είναι, τέλος, η «Ευδοκία» μια ταινία λαϊκή. Οχι γιατί ασχολείται με τη λαϊκή τάξη, που ισχύει κι αυτό. Αλλά γιατί καταπιάνεται με ζητήματα πρωτογενή, πανανθρώπινα, διαχρονικά. Ωστε παρά την αισθητική και σκηνοθετική της εκκεντρικότητα, θα έλεγε κανείς, ν' απευθύνεται σ' έναν ολόκληρο κόσμο, όποιον ζει και νιώθει. Για να παραμένει, μισό αιώνα αφότου πρωτοφωτίστηκε στην οθόνη, αληθινή και ακατέργαστη όσο η καθαρότερη ζωή.