Στις εκατοντάδες συνεντεύξεις που έδωσε στη διάρκεια της ζωής του, ο Ακίρα Κουροσάβα, ο σκηνοθέτης που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη στροφή της Δύσης προς το ιαπωνικό σινεμά αφού κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα για το «Ρασομόν» στη Βενετία το 1951, απαντούσε συνεχώς σε παρόμοιες ερωτήσεις. Γιατί επέστρεφε διαρκώς θεματικά στη φεουδαρχική Ιαπωνία; Ποιοι ήταν οι λόγοι των διαμαχών του με την ιαπωνική κινηματογραφική βιομηχανία; Πώς αισθανόταν που ήταν ο πιο επιδραστικός Ιάπωνας σκηνοθέτης στη Δύση; Και κυρίως, ποια ήταν η αγαπημένη ταινία που είχε σκηνοθετήσει; Στην ερώτηση αυτή, ο Κουροσάβα απαντούσε πάντα με ένα μειδίαμα «η επόμενη», καταδεικνύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ταπεινότητά του αλλά και την αδιάκοπη επιμονή του. Το 1985 και σε ηλικία πια 75 ετών, ο Κουροσάβα άλλαξε την απάντησή του. Χωρίς κανένα μειδίαμα, αλλά με μια αίσθηση σιωπηλής οριστικότητας, απαντούσε «το Ραν», καθώς πίστευε πως, επιτέλους, αυτή η ταινία κατάφερε να τον συνοψίσει.

Το «Ραν» είναι ένα πολεμικό δράμα επικών διαστάσεων, μια σπαραξικάρδια οικογενειακή τραγωδία γυρισμένη σε φυσικά τοπία εντυπωσιακής κλίμακας. Ο Κουροσάβα εμπνεύστηκε το σενάριο του «Ραν» από μια ταραχώδη περίοδο στην ιαπωνική ιστορία, την εποχή Σενγκόκου του 16ου αιώνα, όπου οι πολεμοχαρείς φεουδάρχες (νταΐμιο) ερχόντουσαν συνεχώς σε ρήξεις που εξελίσσονταν σε εμφύλιους πολέμους. Αυτή η συγκρουσιακή κατάσταση, η οποία δημιούργησε το πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται το έπος του Κουροσάβα, είναι και αυτή που οδήγησε τελικά στην ενοποίηση της Ιαπωνίας. Αναμεσα στους φεουδάρχες αυτούς έζησε και ο διαβόητος Μόρι Μοτονάρι, ένας σπουδαίος στρατηγιστής που κατόρθωσε να κυριαρχήσει σε μια τεράστια έκταση χρησιμοποιώντας κάθε διαθέσιμο μέσο. Ο Μόρι Μοτονάρι είχε τρεις γιους και ο Κουροσάβα οραματίστηκε μια φανταστική συνθήκη στην οποία οι γιοι του τον προδίδουν. Στην πορεία, η συνάφεια της ιστορίας με τον «Βασιλιά Ληρ» τον οδήγησαν σε σαιξπηρικά μονοπάτια.

Η ιστορία, αν και διαδραματίζεται σε ιαπωνικά συμφραζόμενα, παραμένει οικεία και για τους δυτικούς: ο Χιντετόρα (Τατσούγια Νακαντάι), ένας φεουδάρχης στο τέλος της ζωής του, έχει κυριαρχήσει σε μια τεράστια πεδιάδα. Του ανήκουν όλα τα σπαρτά ως το τέλος του βλέμματός του και τον συντροφεύει η συνήθεια της εξουσίας. Για να κατακτήσει τον κόσμο, χρειάστηκε πρώτα να τον γνωρίσει πολύ καλά. Διατηρεί, ωστόσο, μια παιδιάστικη αθωότητα σχετικά με τους γιους του και αποφασίζει να διαιρέσει την περιουσία του στα τρία και να τους δώσει από ένα κομμάτι. Αυτή είναι η απόπειρά του να οριοθετήσει το χάος και την ταραχή που χαρακτηρίζουν τον κόσμο μας, το ίδιο ακριβώς χάος που δίνει το όνομά του στην ταινία. Το ιαπωνικό ιδεόγραμμα Ραν (乱) μεταφράζεται ως χάος, αταξία, επανάσταση και δρα ως υπενθύμιση μιας διαρκούς αναταραχής. Ο Κουροσάβα, σαν ένας άλλος Βασιλιάς Ληρ, έχει γνωρίσει κι ο ίδιος το χάος, μέσα από μια σειρά από ταπεινωτικές συγκρούσεις με την ιαπωνική κινηματογραφική βιομηχανία (η οποία μάλιστα αρνήθηκε να στείλει το «Ραν» ως επίσημη πρόταση της Ιαπωνίας στα όσκαρ), μέσα από μια γοργά επιδεινούμενη τύφλωση και μια ζωή γεμάτη από απόρριψη και δυστυχία, οι οποίες τον οδήγησαν σε μια συντριπτική κατάθλιψη. Ο Κουροσάβα ήταν ο μεγαλύτερος Ιάπωνας σκηνοθέτης στο εξωτερικό, κι όμως στο σπίτι του ένιωθε συχνά ανεπιθύμητος. Το «Ραν», παρά την επική του διάσταση, προσφέρεται και για μια ανάγνωση βαθιά προσωπική.

Πίσω στην σαιξπηρική διάσταση του έργου, οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του Χιντετόρα, ο Ταρό (Ακίρα Τεράο) και ο Τζίρο (Τζινπάτσι Νέζου) αποδέχονται με χαρά αυτή τη μετάβαση, και οι πιο πονηρεμένοι θα έλεγαν πως την περίμεναν πολύ καιρό. Ο Σαμπούρο (Νταϊσούκε Ρίου) όμως, ο μικρός του γιος, έρχεται σε αντιπαράθεση μαζί του. Ο Χιντετόρα αρνείται αυτόν τον εξευτελισμό και εξορίζει τον γιο του από το Βασίλειό του. Πολύ γρήγορα όμως, οι δύο μεγάλοι γιοι του δείχνουν τις πραγματικές τους προθέσεις και πετούν τον πατέρα τους στο δρόμο. Από αυτό το σημείο, η ζωή του μετατρέπεται σε μια ταπείνωση σε συνέχειες. Ο Χιντετόρα χάνει τα λογικά του, καταλήγει πένης και άστεγος, χωρίς τόπο, σκλάβος κι αιχμάλωτος των καπρίτσιων των παιδιών του. Οι προσπάθειές του να οριοθετήσει το χάος αποβαίνουν άκαρπες – ο Κουροσάβα μάς το υπενθυμίζει συνεχώς αυτό, παρουσιάζοντάς μας σύμβολα εξουσίας (κατάνα, λάβαρα και κράνη) να χάνουν τη σημασιολογική τους φόρτιση και να στέκουν ξεχασμένα μέσα σε μια εκκωφαντική ανικανότητα.

Αυτή όμως η τελική ταπείνωση του Χιντετόρα δεν πρέπει να μας δημιουργήσει αισθήματα συμπόνιας. Ο άρχοντας αυτός υπήρξε μια μεφιστοφελική φιγούρα στο παρελθόν, προκάλεσε απροσμέτρητο πόνο και δυστυχία στους ανθρώπους που είχαν την ατυχία να βρεθούν στο δρόμο του και συγκέντρωσε αμύθητα πλούτη σφάζοντας και λεηλατώντας τους γείτονές του. Οι ελάχιστες στιγμές γαλήνης του επικού αυτού πολεμικού δράματος, με τον Χιντετόρα να βρίσκει ολιγόλεπτο καταφύγιο στην αγκαλιά του νεότερου γιου του πριν τον χάσει κι αυτόν μέσα από τα χέρια του, δρουν ως υπενθύμιση ότι βρισκόμαστε στην κόλαση επί γης. Φαίνεται πως κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τον κύκλο της βίας. Ο Χιντετόρα έπραξε το κακό και το κακό τον κυνήγησε μέχρι το τέλος.

Οι ήρωές του Κουροσάβα καταγίνονται ανενόχλητοι με τις οικογενειακές τους υποθέσεις, τραβούν νοητές γραμμές σε κοιλάδες στις οποίες νοερά κυριαρχούν, μεγαλοπιάνονται και προδίδουν ο ένας τον άλλον, μαχαιρώνουν τον αδερφό τους στην πλάτη λόγω της πανίσχυρης ματαιοδοξίας τους. Στο φόντο αυτής της απόλυτης μικροπρέπειας δεσπόζει το όρος Φούτζι, ένα ιερό σύμβολο ομορφιάς και εθνικής κυριαρχίας το οποίο αιωρείται πάνω από τους καυγάδες των ανθρώπων και σιωπηλά τους παρατηρεί να χύνουν το αίμα τους. Ο Κουροσάβα στρατολόγησε τεράστια πλήθη κομπάρσων για να αποδώσει το μέγεθος αυτής της οικογενειακής τραγωδίας και χρησιμοποίησε ενδυματολογική επιμέλεια υψηλής ακρίβειας, η οποία του χάρισε μάλιστα το μοναδικό όσκαρ της καριέρας του στην 58η τελετή της Ακαδημίας το 1986.

Κανένας άλλος σκηνοθέτης δεν κατάφερε να σχηματίσει τον πολεμικό μηχανισμό με τόση επιτυχία όσο ο Κουροσάβα. Οι πολεμικές του σεκάνς είναι το λιγότερο εμβληματικές και συγκαταλέγονται στις πιο επιτυχημένες στην κινηματογραφική ιστορία. Για τις ανάγκες του «Ραν», έχτισε ένα ολόκληρο κάστρο στους πρόποδες του όρους Φούτζι, με μοναδικό σκοπό να το κάψει συθέμελα. Είχε μονάχα μία ευκαιρία αλλά τα κατάφερε περίφημα. Έντυσε εκατοντάδες κομπάρσους με υπέροχα κοστούμια, τους οργάνωσε επιτυχώς ώστε να διασχίσουν ποταμούς και να κρύψουν τον ήλιο με τα βέλη τους. Και τα έκανε αυτά σχεδόν τυφλός, έχοντας ζωγραφίσει σχεδόν όλη την ταινία σε storyboard.

Το «Ραν» είναι το όνειρο ζωής του Κουροσάβα. Πολλοί κριτικοί έχουν δηλώσει ευθαρσώς μέσα στις δεκαετίες πως θα ήταν αδύνατο να γυρίσει κανείς αυτή την ταινία σε νεαρή ηλικία – ίσως γι’ αυτό ο Κουροσάβα τη σκηνοθέτησε προς το τέλος της καριέρας του. Πράγματι, θα ήταν αδύνατο να βρει την απαιτούμενη χρηματοδότηση και να οργανώσει με τέτοια αποτελεσματικότητα το γύρισμα. Κυρίως όμως, θα ήταν αδύνατο να ταυτιστεί με τον Βασιλιά Ληρ, το δράμα του οποίου εμφανίζεται πεντακάθαρα στους ανθρώπους που βρίσκονται στη δύση της ζωής τους κι έχουν γευτεί στα χείλη τους την πικρή γεύση της απογοήτευσης αμέτρητες φορές. Το «Ραν» είναι ένα μεγάλο επίτευγμα και μια επική πολεμική ιστορία. Κουβαλάει στην πλάτη του τη μοίρα ολόκληρης της ανθρωπότητας. Ταυτόχρονα, είναι και μια ιστορία βαθιά προσωπική, για έναν άνθρωπο που κατάφερε πολλά και υπέφερε πολύ. Οι σαιξπηρικοί ήρωες άλλωστε, αν τους αφαιρέσει κανείς τα κοστούμια και τους τίτλους τιμής, μετατρέπονται σ’ εμάς τους ίδιους.