Τρία σημαντικά κλειδιά για να ανοίξεις όλες τις πόρτες μιας ταινίας που δεν είναι «κλειδωμένη», αλλά που αναρωτιέται και η ίδια, όπως και ο θεατής για την απόσταση ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αφήγηση της.

Ολη η ταινία διαδραματίζεται εν κινήσει. Ενας άντρας, ο κύριος Μπαντί, οδηγεί ένα αυτοκίνητο στα περίχωρα της Τεχεράνης αναζητώντας κάποιον - αρχικά δεν γνωρίζουμε γιατί, σταδιακά όμως μαθαίνουμε πως αναζητά έναν συνένοχο στην αυτοκτονία του. Θα πάρει χάπια από το βράδυ και το πρωί, ο άγνωστος θα ρίξει 20 φτυαριές χώμα πάνω στο λάκκο που έχει ήδη σκάψει ο ίδιος. Αν η αυτοκτονία έχει αποτύχει, τα πράγματα θα είναι πιο εύκολα. Αλλά για την ώρα το πιο δύσκολο από όλα είναι να βρεθεί αυτός που θα συμφωνήσει με το σχέδιο. Θα μπορούσε να είχε συνεννοηθεί με έναν νεκροθάφτη, αλλά ο κύριος Μπαντί θέλει να πείσει κάποιον πιο ανυποψίαστο για το σχέδιο του. Ισως σε μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια κάποιος να τον πείσει να μην το βάλει σε εφαρμογή…

Σε κανένα σημείο και ηθελημένα δεν θα μάθουμε ποτέ γιατί ο κύριος Μπαντί θέλει να δώσει τέλος στη ζωή του. Δεν ξέρουμε από που έρχεται - σίγουρα προς τα που πηγαίνει, αλλά η άγνοια μας είναι ταυτόχρονα και η μεγαλύτερη γνώση μας. Μπορούμε να υποψιαστούμε ή επίσης να φτιάξουμε την ιστορία αυτού του ήρωα ο καθένας όπως θέλει. Οι ελάχιστες στιγμές που αφήνεται πάνω στον κρύο ιδρώτα μιας πραγματικά κοσμικής διάστασης, ο κύριος Μπαντί στέλνει μηνύματα: είναι μόνος, χωρίς οικογένεια, χωρίς δουλειά, με σπίτι αλλά όχι με «τόπο». Η Τεχεράνη στην οποία περιπλανιέται αυτήν την τελευταία (;) μέρα της ζωής του μοιάζει με ένα μέρος που βλέπει πραγματικά για πρώτη φορά, με το βλέμμα στραμμένο σε διαρκείς εργασίες ανοικοδόμησης (μια νέα εποχή;) και μικρές εκρήξεις απαράμιλλης ομορφιάς που μοιάζουν αταίριαστες με τη χωμάτινη επιφάνεια μιας πόλης απρόσωπης, πανάρχαιας και υπό κατασκευή την ίδια ακριβώς στιγμή.

Λίγο πριν - και όχι μετά - τους τίτλους τέλους, και αυτό έχει πάντα σημασία, η ταινία θα κλείσει με σκηνές από τα γυρίσματα της, αυτούσια ενταγμένα μέσα στην ίδια την ιστορία της. Ξαπλωμένος μέσα στον σκαμμένο λάκκο του, ο κύριος Μπαντί δεν θα μάθουμε αν τελικά αυτοκτόνησε η όχι, όπως επίσης δεν θα μάθουμε ποτέ αν ο ταριχευτής πουλιών, ο τελευταίος από τους τρεις υποψήφιους συνενόχους (ο πρώτος ήταν ένας στρατιώτης και ο δεύτερος ένας ιεροσπουδαστής) ήρθε στο ραντεβού του ακριβώς τη στιγμή που είχαν συμφωνήσει για να σκεπάσει με χώμα το ακίνητο κορμί του κύριου Μπαντί. Αυτό όμως που μαθαίνουμε, γιατί έτσι επιθυμεί ο σκηνοθέτης αυτής της ταινίας που βλέπουμε, είναι ότι ο κύριος Μπαντί βλέπει/ονειρεύεται/αναπολεί το making of της διαδρομής που μόλις ολοκληρώθηκε, σε τελειώς άλλη διάθεση, καθώς το κινηματογραφικό συνεργείο δεν συμμετέχει στο πένθος του κύριου Μπαντί, όμως η «αφήγηση» είναι φτιαγμένη για να αποδώσει δικαιοσύνη στην ιστορία του. Ενας καθρέφτης αφήγησης/πραγματικότητας που παραμένει η πεμπτουσία της αποκρυπτογράφησης του νοήματος - ζωής ή σινεμά δεν έχει σημασία γιατί είναι το ίδιο.

Αφαιρώντας τα πάντα από το δέρμα του σινεμά του, αφήνοντας πάνω στη ραχοκοκαλιά του μόνο τα απαραίτητα: αυτούσιο τον Ρομπέρτο Ροσελίνι, δηλαδή, το απαύγασμα του νεορεαλισμού, ποτισμένο μέχρι το μεδούλι με την υπαρξιακή αγωνία ενός Ρομπέρ Μπρεσόν, ο Αμπάς Κιαροστάμι φτιάχνει με την «Γεύση του Κερασιού» την ταινία λήμμα του ιρανικού σινεμά αλλά και του προσωπικού του φιλμικού σύμπαντος. Σε κάθε κλάσμα του δευτερολέπτου αυτής της ταινίας, που μοιάζει πιο απλή και από ένα χαϊκού που κάποτε μεταφέρθηκε από στόμα σε στόμα, βρίσκεται ανεπτυγμένη η πολυπλοκότητα όχι μόνο της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά και της ίδια της αναπαραγωγής της μέσα από την τέχνη. Οσο ο Κιαροστάμι παίζει με τον θεατή για το τι ακριβώς σημαίνει αυτή η περιπλάνηση ενός άντρα μέσα σε ένα (αυστηρά) αντρικό σύμπαν (και αυτό είναι θέμα για μια μεγαλύτερη συζήτηση που θα άξιζε δικό της δοκίμιο), τόσο ο τρόμος του κύριου Μπαντί απέναντι στο τέλος γίνεται οικουμενικός, σχεδόν ο απόλυτα αρχετυπικός, σαν μια αναζήτησή του νοήματος της ζωής. Γιατί τελικά μιλάμε περισσότερο για ζωή, ακόμη και σε μια ταινία που σαν τον ηρώα της κατευθύνεται μετωπικά προς το θάνατο.

Ανοίγοντας την εικόνα στη μεγαλύτερη, αυτή της τέχνης που μετουσιώνει τα μεγαλύτερα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης χωρίς να προφασίζεται απαντήσεις όταν δεν τις έχει, ο Αμπάς Κιαροστάμι είναι εδώ και σκηνοθέτης της ταινίας που βλέπουμε, αλλά κυρίως της ταινίας που διαδραματίζεται μέσα στην ταινία που βλέπουμε. Η αφήγηση της ιστορίας που δίνει τον τίτλο της ταινίας - για τον ταριχευτή που ήθελε να δώσει τέλος στη ζωή του αλλά κατάλαβε πως θα έχανε για πάντα την γεύση των κερασιών - γίνεται ο τίτλος μιας ταινίας που θέλει να λειτουργήσει και ως παραβολή και ως διδαχή (και καλά κάνει), αλλά περισσότερο σαν μια εικονογράφηση αυτής της τόσο αφηρημένης, που δεν μπορείς ποτέ να περιγράψεις αγωνίας όταν τίποτα δεν έχει νόημα και η ζωή μοιάζει ασήμαντη.

Σε μια μεγαλειώδη στιγμή για το σινεμά του, για το παγκόσμιο σινεμά, για την αποθέωση του νεορεαλισμού ως του σημαντικότερου κινηματογραφικού κινήματος που μετατόπισε ποτέ την τέχνη του σινεμά, η «Γεύση του Κερασιού» παραμένει ένα αίνιγμα μόνο για όσους συνεχίζουν να αναζητούν νοήματα εκεί που δεν υπάρχουν. Ο Κιαροστάμι φτιάχνει μια ταινία που μιλάει, επικοινωνεί, φωνάζει, σχεδόν ουρλιάζει για κατανόηση. Δεν υπάρχει τίποτα πιο πολύπλοκο από την ανθρώπινη ζωή. Και μαζί τίποτα πιο απλό. Σε αυτή την αναγωγή, χωράει το νόημα όλου του κόσμου, η ουσία όλης της (κινηματογραφικής) τέχνης, το υγρό βλέμμα ενός άντρα που νιώθει ταυτόχρονα φόβο και ενθουσιασμό για όσα έζησε.

Κανένα τέλος δεν είναι σημαντικότερο από την αρχή των πραγμάτων, μοιάζει να λέει ο Κιαροστάμι. Και καμία ταινία δεν είναι σημαντικότερη από την κατασκευή της. Οταν πέσουν οι τίτλοι τέλους, η «Γεύση του Κερασιού» γίνεται μια ακόμη μεγαλύτερη ταινία από αυτή που είναι όσο την παρακολουθείς. Ιδιον των καθαρών, διαχρονικών αριστουργημάτων.