Υπάρχουν ταινίες που μοιάζουν σαν να ξεφυτρώνουν κατευθείαν από το τετράδιο ενός παιδιού, γεμάτες πρόχειρες γραμμές, λάθη και μικρά θαύματα. Οι «Τερατομουντζούρες» του Σεθ Γουόρλεϊ είναι ακριβώς αυτό: μια ιστορία που ξεκινά από την παιδική φαντασία, αλλά πολύ γρήγορα φανερώνει τον σκοπό της: να μιλήσει για το βάρος του πένθους, για το πώς διαλύει και ταυτόχρονα ενώνει μια οικογένεια. Το αποτέλεσμα είναι γλυκόπικρο: ούτε συγκλονίζει ούτε απογοητεύει, αλλά βρίσκει μια ενδιάμεση ισορροπία που το καθιστά αξιόλογο ντεμπούτο.

Οταν το βιβλίο με τα σκίτσα ενός νεαρού κοριτσιού πέφτει σε μια παράξενη λίμνη, τα σχέδιά της ζωντανεύουν - απρόβλεπτα, χαοτικά και επικίνδυνα αληθινά. Καθώς η πόλη αρχίζει να καταρρέει, εκείνη και ο αδελφός της πρέπει να εντοπίσουν τα πλάσματα προτού αυτά προκαλέσουν ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο πατέρας τους, σε έναν αγώνα δρόμου για να τους βρει μέσα στο χάος, πρέπει να διασχίσει μια πόλη σε κρίση προκειμένου να επανενώσει την οικογένειά του και να σταματήσει την καταστροφή που ποτέ δεν σκόπευαν να προκαλέσουν.

Ο Γουόρλεϊ δείχνει από νωρίς ότι έχει σκηνοθετικό μάτι. Οι εικόνες είναι δουλεμένες, με μια διάθεση που ακουμπά το σινεμά της παιδικής περιπέτειας των ’80s. Οι μεταβάσεις από την καθημερινότητα στο φανταστικό γίνονται με ευκολία, και το ζωντάνεμα των σκίτσων είναι οπτικά απολαυστικό. Παρ’ όλα αυτά, η δύναμη των εικόνων δεν συνοδεύεται πάντα από ανάλογο συναισθηματικό βάθος. Συχνά το φιλμ μοιάζει να στηρίζεται περισσότερο στην ευρηματικότητα του concept παρά στη δύναμη της αφήγησης.

Στο κέντρο της ιστορίας βρίσκουμε την οικογένεια Γουάιατ που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της μετά τον χαμό της μητέρας. Ο πατέρας κλείνεται στον εαυτό του, τα παιδιά αναζητούν τρόπους να διαχειριστούν τον πόνο. Ο γιος βουβά, η κόρη με ένα τετράδιο που γεμίζει τέρατα. Οταν αυτά τα τέρατα αποκτούν ζωή, το πένθος αποκτά φυσική υπόσταση. Είναι η στιγμή που το σενάριο βρίσκει την πιο δυνατή του ιδέα: η θλίψη δεν είναι αόρατη, είναι κάτι που μπορεί να σε κυνηγήσει, να σε καταπιεί, εκτός αν την αναγνωρίσεις και τη μοιραστείς. Ομως, ενώ η σύλληψη είναι δυνατή, η εξέλιξη της πλοκής παραμένει προβλέψιμη. Η τελική αναμέτρηση και η συμφιλίωση έρχονται λίγο βιαστικά, αφήνοντας μια αίσθηση ασφαλούς καταφυγίου αντί για πραγματική κάθαρση.

Οι ερμηνείες σώζουν πολλά από τα κενά. Η μικρή Μπιάνκα Μπελ κερδίζει το κοινό με την αφοπλιστική της παρουσία: εκφράζει θυμό, φόβο και τρυφερότητα με τρόπο αυθεντικό, χωρίς την αμηχανία που συχνά έχουν οι παιδικές ερμηνείες. Ο Κου Λόρενς, πιο εσωτερικός, δίνει μια πιο απαραίτητη ισορροπία. Ο Τόνι Χέιλ αφήνει στην άκρη τις κωμικές του υπερβολές και παραδίδει την πιο ώριμη δραματική του στιγμή, ενσαρκώνοντας έναν πατέρα που αδυνατεί να βρει ξανά τον ρόλο του, ενώ η Ντ’ Αρσι Κάρντεν προσφέρει χιούμορ και πρακτική λογική, σαν αναγκαία ανάσα μέσα στο βαρύ κλίμα.

Παρά το δύσκολο θέμα, η ταινία βρίσκει χώρο για ανάλαφρες στιγμές. Το χιούμορ δεν έρχεται για να εκτονώσει απλώς την ατμόσφαιρα, αλλά λειτουργεί ως φυσική συνέχεια των χαρακτήρων. Οι σκηνές με τα τέρατα ισορροπούν ανάμεσα στο τρομακτικό και στο παιχνιδιάρικο, καθιστώντας την ταινία προσιτή ακόμη και σε μικρότερες ηλικίες, χωρίς να χάνει το βάθος της.

Οι «Τερατομουντζούρες» δεν είναι μια ταινία που θα μείνει χαραγμένη στη μνήμη για τη ριζοσπαστικότητά της. Ο Γουόρλεϊ δεν ξεφεύγει από την πεπατημένη: επιλέγει την ασφάλεια της συγκινητικής οικογενειακής περιπέτειας, με όλα τα κλισέ που αυτό συνεπάγεται. Ομως, μέσα σε αυτά τα όρια, καταφέρνει να χτίσει έναν μικρόκοσμο που σφύζει από ειλικρίνεια, με ήρωες που κουβαλούν αληθινό πόνο και ερμηνείες που τον μετατρέπουν σε κάτι οικείο. Στο τέλος, αυτό που μένει είναι η αίσθηση μιας ταινίας που μιλάει με απλότητα για κάτι βαθιά σύνθετο: τη θλίψη που δεν εξαφανίζεται αλλά βρίσκει τρόπους να εκφραστεί.

Οι «Τερατομουντζούρες» μπορεί να μην γράφει με έντονα χρώματα το όνομά του στην ιστορία του σινεμά, αλλά αφήνει ένα μικρό, ζεστό αποτύπωμα. Ενα πρώτο βήμα για τον Γουόρλεϊ που υπόσχεται περισσότερα, αν τολμήσει στο μέλλον να τραβήξει πιο δυνατές και έντονες γραμμές.