Ο πλούσιος Βρετανός δικηγόρος Αλεξ και η σύζυγός του Κάθριν επισκέπτονται τη Νάπολη προκειμένου να διευθετήσουν τα της περιουσίας ενός θείου που απεβίωσε. Το ταξίδι αυτό θα είναι η τελευταία ελπίδα αναβίωσης του γάμου τους, που αντιμετωπίζει πλήθος προβλημάτων.
Γυρισμένο το 1954, το «Ταξίδι στην Ιταλία» υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες του Ρομπέρτο Ροσελίνι, μια ταινία που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη από τη διεθνή κριτική και το κοινό, ένα ακόμη «λάθος» στη φιλμογραφία του μεγάλου Ιταλού δημιουργού που πλήρωνε εκείνα τα χρόνια τόσο το σκάνδαλο της παράνομης σχέσης του με την Ινγκριντ Μπέργκμαν όσο και την επιθυμία του να αφήσει πίσω του για πάντα τον νεορεαλισμό.
Χρειάστηκαν χρόνια, το πάθος των νεαρών κριτικών/δημιουργών της nouvelle vague και η σφραγίδα του Μάρτιν Σκορσέζε που το θεωρούσε μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, για να αποκτήσει τη θέση που του άξιζε στην ιστορία του σινεμά ως ουσιαστικά η πρώτη μοντέρνα ταινία που γυρίστηκε ποτέ και μαζί ένα ταξίδι ως εκεί που το σινεμά δεν είχε φανταστεί ότι θα μπορούσε να φτάσει ποτέ.
Ο Τζορτζ Σάντερς θα έγραφε στην αυτοβιογραφία του, το 1960, πως το «Ταξίδι στην Ιταλία» ήταν δυσνόητο για το κοινό που πίστευε πως μπαίνοντας στην αίθουσα θα δει δύο μεγάλους σταρ της εποχής να υποδύονται ένα ζευγάρι σε έναν άτυπο μήνα του μέλιτος στην ιταλική επαρχία, γεμάτο από όμορφα τοπία, ταραντέλες και και τον κοσμοπολίτικο αέρα της εποχής. Για να διαπιστώσει πολύ νωρίς μέσα στην ταινία πως ο Ροσελίνι με τα ίδια ακριβώς παραπάνω υλικά είχε στο μυαλό του να φτιάξει κάτι πολύ πιο σκοτεινό, απόκοσμο και επώδυνο – ένα σχεδόν εφιαλτικό ταξίδι στον υποκειμενικό χώρο και χρόνο μιας σχέσης.
Στο «Ταξίδι στην Ιταλία» δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα τίποτα, αφού ο Ροσελίνι διασκευάζει ελεύθερα το «Duo» της Κολέτ (για ένα ζευγάρι που ταξιδεύει στη Νότιο Γαλλία και έρχεται αντιμέτωπο με την απιστία της συζύγου ) για το οποίο δεν μπόρεσε ποτέ να πάρει τα δικαιώματα, εικονογραφώντας τις διαδρομές των ηρώων του στη Νότια Ιταλία σαν να επρόκειτο για το σημείο μηδέν της κοινής τους ζωής – η ώρα της κρίσης για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τους.
Κάθε στάση των όχι τυχαία ονομαζόμενων Τζόις – από το αρχοντικό που έχουν κληρονομήσει και θέλουν να ξεφορτωθούν μέχρι την επίσκεψη της συζύγου στο Eθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στον Βεζούβιο ή τις κατακόμβες της Νάπολης, δεν είναι παρά ακόμη μια επιβεβαίωση της απόστασης που τους χωρίζει, της μοναξιάς που κρύβει το παγωμένο βλέμμα τους, του κυνισμού πάνω στον οποίο έχτισαν εδώ και χρόνια τη ζωή τους, τη σχέση τους, το τέλος τους.
Αντιμέτωποι με τον πραγματικό τους εχθρό που δεν είναι άλλος από τον έξω κόσμο – εδώ στη μορφή του υπέροχου τοπίου, των αριστουργημάτων της ρωμαϊκής τέχνης και της ζωής στο λαϊκό ιταλικό Νότο, έκθετοι μακριά από την ασφάλεια της φαινομενικής τους ευτυχιας και κοινωνικής τάξης στο Λονδίνο, μόνοι για πρώτη φορά μετά από το γάμο τους, όπως ομολογούν οι ίδιοι, ο Αλεξ και η Κάθριν αποσυντίθενται λεπτό με το λεπτό. Πριν καταλήξουν σε δύο σύμβολα μιας ζωής χωρίς νόημα, ασφυκτικά παγιδευμένοι μέσα στο «πόσο γλυκό είναι να μην κάνεις τίποτα», άοπλοι μπροστά στο λάθος που ήταν ολόκληρη η ζωή τους.
Ο Ρομπέρτο Ροσελίνι τους τοποθετεί αρχιτεκτονικά μέσα στο απέραντο τοπίο της αποξένωσής τους, κινηματογραφώντας για πρώτη και τελευταία φορά στην ιστορία του σινεμά με τον πιο αριστοτεχνικό τρόπο τη μοναξιά ενός ζευγαριού με τον πιο επώδυνα πανέμορφο τρόπο. Σε ένα road movie που διαδραματίζεται στη μεγάλη ευθεία της συνειδητοποίησής τους και τις απότομες στροφές μιας σχεδόν μεταφυσικής αφύπνισης, η διαδρομή τους είναι ταυτόχρονα ρεαλιστική και πνευματική, ένα roller coaster στοιχειωμένο από αρχαίους ρωμαϊκούς θρύλους και το αδίστακτο παρόν μιας σχέσης που αγωνιά να βρει ένα σημάδι για να της δώσει νόημα να υπάρχει.
Οσο ο Αλεξ αποφεύγει να βρίσκεται μαζί με την Κάθριν, αυτή αφήνεται σε μια ξενάγηση στην πιο απόκρυφη πλευρά της ανθρώπινης ιστορίας και είναι εκεί που ο Ροσελίνι μετατρέπει τις τουριστικές εικόνες αγαλμάτων, μουσείων, ερειπίων και του μεγαλείου ενός παρελθόντος που έχει για πάντα χαθεί σε μια μεγαλειώδη συνάντηση όλων των χρόνων και των χώρων που κάποτε υπήρξαν άνθρωποι που θέλησαν να μείνουν αθάνατοι. Υπόλογη για το χρόνο που άφησε να περάσει, η Κάθριν της Ινγκριντ Μπέργκμαν είναι κάθε γυναίκα που θα δακρύζει κάθε φορά μπροστά στην ομορφιά, που θα κοιτάζει πάντα με μεγάλα δακρυσμένα μάτια μια έγκυο γυναίκα, που θα λυγίζει στη θέα ενός ζευγαριού που πεθαίνει ο ένας στο πλευρό του άλλου.
Σε μια από τις πιο ανεκτίμητες, ευφυείς, λιτές και σοκαριστικά συγκινητικές σκηνές της ιστορίας του σινεμά και της τέχνης, ο Ροσελίνι μετατρέπει μια επίσκεψη στην Πομπηία στο σημείο εκείνο όπου το ζευγάρι θα αποκτήσει μια δεύτερη και μαζί την τελευταία του ευκαιρία. Με τον θάνατο κατάματα και μερικά δευτερόλεπτα που συμπυκνώνουν τον ιστορικό και τον φιλμικό χρόνο σε ένα ενιαίο «τώρα», το «Ταξίδι στην Ιταλία» προσπερνά με απαγορευτική ταχύτητα την κριτική του στη μεταπολεμική Ευρώπη, στην ταξική ανισότητα, στο τέλος των μύθων και στη σύγχρονη ματαιότητα για να παραδώσει το πρώτο μεγάλο δείγμα μοντέρνου σινεμά, ορίζοντας όλα όσα γνωρίζουμε σήμερα σαν σπουδαίο κινηματογράφο.
Μια συνταρακτικά απέρριτη διαδρομή στην ανθρώπινη κατάσταση που κλείνει με ένα από τα πιο λυτρωτικά «Σ’ αγαπώ» που αντήχησαν ποτέ από τα στόματα δύο ηρώων που κάπου στην μεγάλη πορεία του κόσμου ξέχασαν να αγαπούν.