To «Δίχως Στέγη, Δίχως Νόμο» είναι μια ταινία μυθική.
Οχι μόνο γιατί δοκιμάζει και δοκιμάζεται με αναπάντεχους, οριακά πρωτοπόρους, ανερυθρίαστα αντισυμβατικούς όρους πάνω στις έννοιες του μύθου, της μυθοποίησης, κυρίως της απομυθοποίησης, ανακαλύπτωντας έννοιες εκεί που πριν δεν υπήρχαν στη μεγάλη συζήτηση για το χάος που (δεν) χωρίζει την αλήθεια από το… μύθο.
Είναι μια ταινία μυθική επειδή καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα το μυστήριο και το κλειδί του μυστηρίου που εμπεριέχει, ακριβώς όπως και η εμβληματική ηρωίδα της, η Μόνα, που η εικόνα της σχηματίζεται μέσα από μικρότερα κομμάτια, παραμένοντας μετά από ένα κύκλο ζωής και θανάτου (εδώ, σε αντίστροφη πορεία) ένα μυστήριο μεγαλύτερο από αυτό που υπήρξε στην αρχή της αφήγησης. Αλλά μαζί και μια αποκάλυψη.
Ενα κορμί, χωρίς ταυτότητα, σχεδόν χωρίς σχήμα, όνομα, κάποιον να το θάψει. Αυτή είναι η Μόνα, στην αρχή μιας ταινίας «cinécrit» («γραμμένης για το σινεμά») από την Ανίες Βαρντά, αχαρτογράφητα κι αυτή αρχικά, ογκόλιθος τελικά στην διαρκή - πριν και μετά από αυτήν την ταινία - εξερεύνηση της πάνω στη μυθοπλασία και την τεκμηρίωση, αφού αυτή η ιστορία δεν θα μπορούσε παρά να είναι ταυτόχρονα μια αληθινή ιστορία που μπορείς όμως να μάθεις μόνο μέσα από το σινεμά.
Αληθινή, γιατί η Βαρντά είναι ανυποχώρητη στη σκιαγράφηση μιας γυναίκας που είναι σίγουρη πως η σαμπάνια on the road είναι καλύτερη, όπως γνωρίζει τον τρόπο να απενεργοποιεί με τη δύναμη της ανεξαρτησίας και της απόλυτης ελευθερίας κάθε κοινωνική τάξη σπέρνοντας χάος και αταξία (σαν γνήσια απόγονος του επισκέπτη από το «Θεωρήμα» του Πιερ Πάολο Παζολίνι). Και όμως αποκλειστικά κινηματογραφική, γιατί η αφήγηση ανοίγεται στο ρεαλισμό (βλ και νατουραλισμό), χωρίς όμως ποτέ να παραδίδεται άνευ όρων σε αυτόν - αφού η έννοια του ψευδοντοκιμαντέρ (εδώ σε μορφή που θυμίζει ακατέργαστο «Πολίτη Κέιν» με πολλαπλούς αφηγητές) θα βρει μάρτυρες στα πρόσωπα ερασιτεχνών για να λυθεί με τρόπο «ανθρώπινο» το μεγάλο μυστήριο της ανθρώπινης ζωής.
Η ανάκριση ξεκινάει ήδη από τον αγρότη που βρίσκει το πτώμα της Μόνα, μέσα σε ένα χωράφι στη νότια Γαλλία, καθώς η Βαρντά χωρίζει την ταινία σε 12 σκηνές από τη ζωή της ηρωίδας της στο δρόμο και 47 μαρτυρίες από αληθινούς (!) ανθρώπους που μιλούν μεταξύ τους, αλλά ακόμη και στην κάμερα προσπαθώντας να σπάσουν τέταρτους και άλλους τοίχους προκειμένου να συνθέσουν το πορτρέτο μιας γυναίκας που μοιάζει ταυτόχρονα εύπλαστο και αυστηρό - ακριβώς όπως είναι η ζωή στο δρόμο. Η Μόνα - μυθικό πρόσωπο ήδη από την αρχή - θα συναντήσει διαφορετικούς ανθρώπους στη διαδρομή της στην επαρχιακή Γαλλία, θα μείνει σε σκηνές στα χωράφια, σε αυτοσχέδια κρεβάτια μέσα σε αγροτόσπιτο, θα κινηθεί με τα πόδια και με φορτηγά, θα «συνομιλήσει» με την ανθρώπινη κατάσταση καθώς όλοι - εκτός από την ίδια - διαπραγματεύονται έννοιες που για εκείνη είναι ξεκάθαρες, όπως όλα όσα θα ενώνουν και θα χωρίζουν πάντα την ελευθερία από τη μοναξιά.
Με μια ωμή ποίηση, αλλά σε κάθε περίπτωση ποτισμένη από την θαυμαστή συνειδητότητα μιας δημιουργού που θέλει να αποτινάξει ταυτόχρονα πατριαρχικά, γεωγραφικά, ταξικά και κινηματογραφικά κατεστημένα, το «Δίχως Στέγη, Δίχως Νόμο» λειτουργεί σαν μια ταινία για το τι σημαίνει να ζεις «χωρίς στέγη και χωρίς νόμο», με τον Πατρίκ Μπλοσιέρ να φωτογραφίζει τη γαλλική επαρχία αλλά και τη «γυναικεία φύση» με τάση επιστροφής στα απόλυτα βασικά του χώματος και του ουρανού. Ταυτόχρονα, όμως είναι και μια ταινία για το τι σημαίνει να ζεις «με στέγη και με νόμο», παγιδευμένος ουσιαστικά σε έναν κύκλο ζωής και θανάτου, εξασφαλισμένο να συνεχίζει την πορεία του ως προς την κοινωνική του νόρμα, αλλά όχι και αυτήν προς την ανθρώπινη αυτοδιάθεση.
Διασχίζοντας εκτάσεις που αγγίζουν αρχαία ελληνική τραγωδία (με τους μάρτυρες στο ρόλο του χορού), μεταφεμινιστικές θεωρίες (καθώς η Βαρντά απομυθοποιεί σκηνή με τη σκηνή τη γυναίκα ως φετίχ), της αποθέωσης της συμβολικής διάστασης της λάσπης και της σκόνης (και ό,τι αυτό γεννάει ως σχόλιο για την «καθαρότητα» ενός υποκριτικού κόσμου), τα γραπτά της πρωτοπόρας για τη νέα αφήγηση στο γαλλικό μυθιστόρημα Ναταλί Σαρότ (στην οποία η Βαρντά αφιερώνει την ταινία), μέχρι και απάτητα νερά μιας κινηματογραφίας (που στοιχειοθετείται με βάση κάθε θεωρία και αντι-θεωρία περί «cinema vérité» και φτάνει ή εκκινεί από τους «7 Σαμουράι» του Ακίρα Κουροσάβα), το φιλμ της Βαρντά προκαλεί σε ανάλυση αλλά είναι και απτό μπροστά στα μάτια σου μια μαρτυρία από μόνο του.
Μια μαρτυρία για μια γυναίκα δημιουργό που ήθελε να μυθοποιήσει απομυθοποιώντας μια γυναίκα και μια γυναίκα ηθοποιό - καθώς τα εύσημα ως προς την ερμηνεία της Σαντρίν Μπονέρ ξεπερνούν ακόμη και σήμερα επιτρεπτά όρια θαυμασμού ή αξίας - που μαζί οργώνουν στο σαρωτικό τους πέρασμα την γη. Από τη μία πλευρά για να ξεριζώσουν οτιδήποτε μοιάζει με κανόνα, επιβολή ή συνθήκη, κατεδαφίζοντας τον παλιό (θαυμαστό) κόσμο. Και από την άλλη πλευρά για να φυτέψουν σπόρους για μια νέα θεώρηση πάνω στο πως οφείλεις να ζεις την ιστορία σου, ανεξάρτητα τελικά από το πώς θα αποφασίσει να την αφηγηθεί η προφορική, πάντα αυθαίρετη, πάντα με τον δικό της τρόπος και πιο κοντά στην αλήθεια και πιο κοντά στο μύθο, ιστορία αυτού του κόσμου.