Υπάρχουν εκείνοι που χορεύουν κι εκείνοι που δεν χορεύουν. Το λέει ο Ντραξ στον Πίτερ, ο Πίτερ στην Γκαμόρα, η ταινία στο κοινό. Δεν υπάρχει καλύτερο και χειρότερο σ' αυτό, υπάρχει μόνο κάτι ταιριαστό και το «Guardians of the Galaxy Vo. 2» είναι φτιαγμένο για τους θεατές που χορεύουν. Με ανάλαφρη πρόθεση, ανεμελιά και μια ζεστή διάθεση ευπρόσδεκτης σαχλαμάρας.

Σ' αυτό, το δεύτερο ταξίδι τους, οι Φύλακες πηγαίνουν και πάλι πάνω-κάτω κι αριστερά-δεξιά στο Γαλαξία, για λόγους τόσο γρήγορα γραμμένους που δυσκολεύεσαι και να τους θυμηθείς. Καταδιωκόμενοι από τους Ravagers αλλά κι από τους χρυσαφένιους υπηκόους του Κυρίαρχου, τρέχουν να γλιτώσουν, να ξεφύγουν, να διασώσουν, μικρή σημασία έχει μια και η ίδια η περιπέτεια και η λογική της περνά σε δεύτερη μοίρα σ' αυτό εδώ το σίκουελ. Το τιμόνι κρατά ένας άλλος παράγοντας, τόσο σημαντικός στην ποπ κουλτούρα του '80 που η ταινία αγαπά, η οικογένεια και η διαχείρισή της.

Ως δεύτερη ταινία, το φιλμ έχει ξεδιπλώσει ήδη την αισθητική φρεσκάδα και την πρωτοτυπία της ταυτότητάς του την πρώτη φορά. Οπότε, στο «Vol. 2», ο Τζέιμς Γκαν έχει όλο το χρόνο να κάνει περισσότερη παρέα με τους ήρωές του και να γεμίσει τους χαρακτήρες τους με στοιχεία, γοητεία και αξιαγάπητες παραξενιές.

Οι σκηνές δράσης, με τα χαριτωμένα, «χειροποίητα» ειδικά εφέ, είναι τόσο διασκεδαστικές και τόσο χωρίς λόγο, όσο ένα καρπούζι γεμισμένο με βότκα. Οι αληθινές συγκρούσεις βρίσκονται όχι στις μάχες, αλλά στο εσωτερικό των ηρώων. Πάντα μέσα στο σύμπαν της Marvel και του Σταν Λι, η ταινία αγκαλιάζει μαζί και τις ταινίες του Τζον Χιουζ, γίνεται μια κομεντί όπου οι ήρωες, στη συναισθηματική τους εφηβεία, προσπαθούν να λύσουν τα ζητήματα με την οικογένειά τους: αδέλφια, όπως η Γκαμόρα με τη Νέμπιουλα, πατέρες και γιοι, όπως ο Πίτερ με το μυστηριώδες παρελθόν του (ο Κερτ Ράσελ ως Εγώ είναι από τα πιο επιτυχημένα στοιχεία της ταινίας), πατρικές φιγούρες όπως, απρόσμενα, ο Γιόντου, μητρικά ένστικτα όπως προκαλεί, σ' όλο το γαλαξία της καρδιάς μας, ο μικροσκοπικός Γκρουτ. Και, φυσικά, τις μεταξύ τους σχέσεις, γιατί η οικογένεια χτίζεται, πάντα, από επιλογή.

Και, ταυτόχρονα, το «Guardians 2» είναι ένα εν τη γενέσει love story, ένα ρομάντζο στα χρώματα του ηλιοβασιλέματος, με το ιδανικό soundtrack (φυσικά το Awsome Mixtape #2) και το σπινθήρα μιας Λέια κι ενός Λουκ, αλλά αδέξια κι αστεία.

Ακόμα πιο χαρακτηριστικά για το εφηβικό της πνεύμα, η ταινία αναδεικνύει τους πιο αταίριαστους των αταίριαστων: όχι μόνο για το πέρασμα του Σιλβέστερ Σταλόνε (που, προφανώς, βάζει θεμέλια για το «Vol. 3»), αλλά κυρίως για τον Ντραξ του Ντέιβ Μπαουτίστα που κλέβει κάθε σκηνή του, κυρίως όταν αντι-φλερτάρει με τη μελαγχολική Μάντις. Από την εναρκτήρια σκηνή δράσης, βγαλμένη από το συρτάρι της μνήμης σαν το Ατάρι, μέχρι τις απανωτές, πέντε σκηνές του μετά το τέλος, το «Guardians of the Galaxy Vol. 2» έχει φτιαχτεί για να χορέψεις μαζί του στο πάρτι της οθόνης. Χωρίς ριζοσπαστικές φιγούρες, μόνο με ποπ ντύσιμο, κέφι και τρυφερότητα.