Κάνοντας στροφή 180 μοιρών από τις νεανικές χίπστερ ανησυχίες που μετέτρεψαν σε επιτυχία του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, «Garden State», ο Ζακ Μπραφ αποτελεί εδώ μια μάλλον απροσδόκητη επιλογή για μια τυπική κομεντί τρίτης ηλικίας. Ριμέικ της ομώνυμης ταινίας που σκηνοθέτησε το 1979 ο Μάρτιν Μπρεστ («Αρωμα Γυναίκας», «Ο Μπάτσος του Μπέβερλι Χιλς»), με πρωταγωνιστές τους Τζορτζ Μπερνς, Αρτ Κάρνεϊ και Λι Στράσμπεργκ, η νέα αυτή εκδοχή ακολουθεί πιστά τις επιταγές του ηλικιωμένου υποείδους, με πρωταγωνιστές τρεις γερόλυκους που όχι μόνο αρνούνται να παραδώσουν τα όπλα όταν βλέπουν τις συντάξεις τους να πέφτουν θύμα εταιρικής κακοδιαχείρισης, αλλά αποφασίζουν να σχεδιάσουν μια ληστεία για να πάρουν πίσω το αίμα τους από την τράπεζα που σε μεγάλο βαθμό είναι υπεύθυνη για την οικτρή οικονομική τους κατάσταση. Μια απόφαση που θα δώσει μια πιο περιπετειώδη τροπή στην τετριμμένη καθημερινότητά τους, σπρώχνοντας τα τρία κουρασμένα και καθ’ όλα έντιμα παλικάρια να ανακαλύψουν ξανά τον χαμένο τους ενθουσιασμό: τις συναλλαγές με έμπειρα αλλά συμπαθέστατα μέλη του υποκόσμου θα ακολουθήσουν οι πειραματισμοί με τα ναρκωτικά και οι αναζωογονητικές ερωτοτροπίες.

Το σενάριο του Θίοντορ Μέλφι («Αφανείς Ηρωίδες») φέρνει με απλοϊκό τρόπο στο προσκήνιο την απόγνωση και τα αδιέξοδα στα οποία στριμώχνει τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες η σύγχρονη οικονομική κρίση, όμως το όποιο κοινωνικό σχόλιο είναι μάλλον επιφανειακό και η ματιά της ταινίας σαφέστατα στραμμένη προς μια ανώδυνη και καθαρά ψυχαγωγική αντιμετώπιση.

Με τη σκηνοθεσία στον αυτόματο πιλότο, η ταινία αναπαράγει αποτελεσματικά αλλά χωρίς εκπλήξεις τα μοτίβα κάθε heist movie που σέβεται τον εαυτό του, οδηγώντας τους τρεις συνταξιούχους παλιόφιλους μέσα από τις αναμενόμενες ανατροπές και τις απαραίτητες αναποδιές στο προδιαγεγραμμένα feelgood φινάλε.

Αναπόφευκτα, το βάρος πέφτει στις πλάτες των έμπειρων Μάικλ Κέιν, Αλαν Αρκιν και Μόργκαν Φρίμαν για να χαρίσουν λίγη από την προσωπικότητά τους σε αυτό το χαριτωμένο αλλά μάλλον αδιάφορο φιλμάκι, και οι τρεις βετεράνοι δεν απογοητεύουν, ερμηνεύοντας με άνεση κι επαγγελματισμό τους χαρακτήρες τους χωρίς να παίρνουν τον εαυτό τους και πολύ στα σοβαρά. Η ευκαιρία να τους απολαύσουμε σε –δυστυχώς μάλλον σπάνιους πλέον για την ηλικία τους– πρωταγωνιστικούς ρόλους είναι παραπάνω από ευπρόσδεκτη, είναι κρίμα ωστόσο που δεν είχαν την τύχη να έχουν στα χέρια τους κι ένα πιο εμπνευσμένο σενάριο.