Το πραγματικό ζήτημα δεν έγκειται στο αν η καινούρια εκδοχή της «Γκλόρια» αποτελεί όντως μια καλή ταινία. Και αυτό συμβαίνει γιατί η αμερικανική εκδοχή της ομότιτλης ταινίας του Σεμπάστιαν Λέλιο από το 2013 δείχνει εξαρχής τόσο την ευαισθησία στην οποία μας έχει συνηθίσει ο σκηνοθέτης όσο και την απρόσμενα ανάλαφρη, ενδοσκοπική ματιά που χαρακτήριζε και την πρωτότυπη ταινία.
Αυτό που δημιουργεί ωστόσο απορία είναι ο λόγος αυτής της διασκευής. Αν και ο ρόλος της «Γκλόρια» δίνει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στην Τζούλιαν Μουρ να αποδείξει για άλλη μια φορά το εύρος των δυνατοτήτων της, με την ομώνυμη ηρωίδα να της δίνει την ευκαιρία να ερμηνεύσει μια γυναίκα που παθητικά απλώς παρακολουθεί γύρω της τις εξελίξεις μέχρι να αποφασίσει επιτέλους να αναλάβει ξανά τον έλεγχο της ζωής της, τα υπόλοιπα παραμένουν εντυπωσιακά αναλλοίωτα στη «μετάφραση», με όλα τα καλά τους αλλά και την αναπόφευκτη αίσθηση του dejà vu, ειδικά για όσους εξακολουθούν να έχουν φρέσκια στο μυαλό τους την ανάμνηση της πρωτότυπης ταινίας.
Θα μπορούσε μάλιστα κάποιος να πει ότι η αμερικανική «Γκλόρια» αποτελεί μια ρετουσαρισμένη εκδοχή της αυθεντικής ταινίας, με καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία, πιο φροντισμένη διεύθυνση φωτογραφίας (αν και τα φώτα ενός νυχτερινού κλαμπ δείχνουν το ίδιο όμορφα και στις δύο ταινίες) και ακόμα περισσότερη μουσική, η οποία συνοδεύεται μάλιστα κι από το ονειρικό, πρωτότυπο μουσικό σκορ του Μάθιου Χέρμπερτ.
Ο αφηγηματικός δε ιστός, παρά τη μετακίνηση της ιστορίας από το Σαντιάγο στο Λος Αντζελες, παραμένει εξίσου αμετάβλητος, όπως και οι χαρακτηριστικές σκηνές του φιλμ του 2013 (από την θεραπεία γέλιου και τα μαθήματα paintball μέχρι την απενοχοποιημένη γύμνια της ηρωίδας και το θριαμβευτικό, χορευτικό φινάλε). Δείγμα ωστόσο της «αναβάθμισης» του φιλμ αποτελεί η πρόσληψη της Μάντι Μουρ, βραβευμένης χορογράφου – μεταξύ άλλων και – του «La La Land» για να διευθύνει τις, άβολες, απελευθερωτικές, ακομπλεξάριστες χορευτικές κινήσεις της ολοκαίνουριας Γκλόρια. Ναι, βρισκόμαστε χωρίς αμφιβολία πια στο Λος Αντζελες.
Η διαζευγμένη Γκλόρια παραμένει και σε αυτή την ταινία ένα ελεύθερο πνεύμα που περνάει τις μέρες της σε μία συντηρητική δουλειά γραφείου και τις νύχτες της σε χορευτικές πίστες σε διάφορα κλαμπ, όπου ξεδίνει χορεύοντας και αναζητώντας μια γνωριμία που πρόκειται να θέσει τέλος στη μοναξιά της. Οι ελπίδες της αναπτερώνονται όταν γνωρίζει σε μία νυχτερινή έξοδό της τον Αρνολντ του Τζον Τορτούρο, στον οποίο βρίσκει έναν αναπάντεχο έρωτα, με όλες τις χαρές και τις επιπλοκές των ραντεβού, της αναζήτησης ταυτότητάς της και της οικογένειας αλλά και όλων των καταπιεστικών εκκρεμοτήτων από τον προηγούμενο γάμο του.
Η μεταξύ τους αλληλεπίδραση δίνει στον Λέλιο για ακόμη μία φορά την ευκαιρία να αφηγηθεί μια ιστορία αγάπης σε μια ηλικία που συνήθως δεν ενδιαφέρει το σινεμά (πόσω μάλλον το Χόλιγουντ), να εντοπίσει πίσω από τις χαμένες ευκαιρίες τις ελπίδες μιας νέας εκκίνησης χωρίς να γίνεται βαρύγδουπος και να αφιερώσει ξανά μια ταινία του σε μια γυναίκα της διπλανής πόρτας που αξίζει να γίνει η ηρωίδα της στιγμής, όπως και τόσες άλλες γυναίκες που καταλήγουν να ζουν παθητικά τις ζωές τους.
Ισως αυτός να είναι και ο μόνος ουσιαστικός λόγος ύπαρξης του remake, ειδικά σε μια κινηματογραφική αγορά όπου το γυναικείο πρότυπο εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά περιορισμένο. Η «Γκλόρια» τολμά να βρει μια αφήγηση εκεί όπου άλλοι θα έλεγαν ότι δεν υπάρχει καν ιστορία, ακριβώς γιατί μετατρέπει όλη αυτή την αίσθηση λήθης σε ουσιαστικό εφαλτήριο για μια νέα θριαμβευτική πορεία.
Το κακό είναι ότι ακριβώς λόγω της «ωραιοποίησης» της εικόνας, του ρυθμού και της κίνησης, η ταινία χάνει την αρχική της τραχύτητα, και συνεπώς μέρος της ορμής της. Ακόμα και η γύμνια της ηρωίδας είναι πιο ασφαλής, πιο προστατευμένη, πιο «πρέπουσα» σε αντίθεση με τη θαρραλέα παρουσία της Παουλίνα Γκαρσία που κατέρριπτε κάθε σύνορο ανάμεσα στην ίδια και το θεατή. Απέναντί της, η Τζούλιαν Μουρ αποδεικνύεται ικανή αλλά και περισσότερο οριοθετημένη, επιμελώς ατημέλητη αλλά και σαφώς ελεγχόμενη, με εκρήξεις αλλά και ορατά μελετημένες παύσεις.
Και αυτό είναι που κάνει τελικά τον αντίκτυπο της ταινίας μικρότερο: η βελτίωση όλων των παραμέτρων οδηγεί τελικά σε εξομάλυνση όλων των αιχμηρών γωνιών. Η καινούρια «Γκλόρια» παραμένει μια καλή ταινία, όμως περισσότερο ως ιδέα και ως θέση, παρά ως ουσιαστικός συναισθηματικός αντίκτυπος. Για αυτό και θα περιμένουμε με ανυπομονησία την επόμενη «Φανταστική Γυναίκα» που θα ανακαλύψει ο Σεμπάστιαν Λέλιο.