Οι ταινίες οι οποίες βασίζονται σε video games είναι ένα περίεργο κινηματογραφικό είδος.

Σπάνια καταφέρνουν να ξεπεράσουν την μετριότητα, καθώς προσπαθούν, μάταια τις περισσότερες φορές, να ικανοποιήσουν τόσο τους χιλιάδες φανς του παιχνιδιού, αλλά και να δημιουργήσουν κάτι το οποίο θα μπορεί να σταθεί αυτόνομο κινηματογραφικά.

Από την άλλη όταν μια ταινία βασίζεται στην κουλτούρα, στην βιομηχανία αλλά και στην τέχνη των video games ως σύνολο τότε αρκετές από αυτές έχουν καταφέρει όχι μόνο να διασκεδάσουν αλλά και, κάποιες φορές, να εντυπωσιάσουν τόσο το κοινό όσο και το ίδιο το σινεμά, γεφυρώνοντας, έστω και λίγο, το χάος μεταξύ τους. Μια τέτοιου είδους ταινία είναι και το «Free Guy» του Σον Λέβι η οποία έρχεται με την δύναμη της φαντασίας ενός video game και τον ρυθμό ενός παλιού αγαπημένου ποπ τραγουδιού για να κολλήσει πάνω σου σαν μια φρουτένια τσιχλόφουσκα.

Eνας συνηθισμένος τραπεζίτης, ανακαλύπτει πως στην πραγματικότητα συμμετέχει σε ένα open-world video game και αποφασίζει να γίνει ο ήρωας της δικής του ιστορίας… την οποία διαμορφώνει ο ίδιος. Σε ένα κόσμο όπου δεν υπάρχουν όρια, έχει αποφασίσει να γίνει αυτός που θα σώσει τον κόσμο με τον δικό του τρόπο… πριν να είναι πολύ αργά.

Αν μπορούσε να περιγράψει κάποιος το «Free Guy» θα ήταν ως μια ταινία με τον αλγόριθμό του «The Truman Show», κωδικοποιημένο με τον τρόπο του «The Lego Movie» και την τελική φαντασμαγορία του «Ready Player One». Ο Σον Λέβι (κατευθείαν από την παραγωγή και τη σκηνοθεσία του «Stranger Things») χτίζει τον ψηφιακό του κόσμο με αναφορές, άλλοτε μικρές και πιο διακριτικές και άλλοτε αρκετά εμφανείς, από διάφορα δημοφιλή video games όπως το «Grand Theft Auto» και το «Fortnite», γεμίζοντας το με μια πληθώρα από easter eggs όχι μόνο από παιχνίδια αλλά και την ποπ κουλτούρα. Ομως αυτό που κάνει την ταινία πιο συναρπαστική αλλά και, σίγουρα, πιο ενδιαφέρουσα είναι ότι ο Λέβι φαίνεται να γνωρίζει καλά όλα εκείνα που κάνουν ένα video game να λειτουργεί τόσο καλά, από τις αποστολές, τον σχεδιασμό του μέχρι και τους τελευταίους non player characters (NPCs), κι όλα αυτά τα αφομοιώνει οργανικά στην ταινία του με έναν τρόπο ο οποίος δείχνει να ταιριάζει απόλυτα με την φιλοσοφία της ταινίας αλλά και του σινεμά του οποίου πάει να δημιουργήσει.

Μέσα σε αυτόν τον ψηφιακό κόσμο εξελίσσεται ίσως και το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ταινίας, εκεί που η καθημερινότητα του Γκάι είναι γεμάτη από ληστείες τραπεζών, εκρήξεις, ρουκετοφόρα ελικόπτερα κι έναν συνεχή πόλεμο μεταξύ χαρακτήρων που φορούν γυαλιά ηλίου. Κι όμως όπως για τον Γκάι, ένας από αυτούς τους τελευταίους και αρκετά αναλώσιμους NPCs, ο οποίος είναι προγραμματισμένος να ζει σε μια λούπα ρουτίνας, αυτός ο κόσμος είναι αυθεντικά πραγματικός, έτσι και ο Λέβι μας κάνει να πιστέψουμε κι εμείς το ίδιο.

Οι σεναριογράφοι Ματ Λίμπερμαν και Ζακ Πεν, πολύ εύστοχα, βάζουν την πλοκή της να εξελίσσεται μέσα στον κόσμο ενός video game και σχεδιάζουν το σενάριο και τους χαρακτήρες του γύρω από όλα εκείνα τα οποία κάνουν το συγκεκριμένο είδος τέχνης τόσο αγαπητό στο κοινό του. Αλλά εκεί που το σενάριο θα μπορούσε να ήταν πιο κυνικό, θέλουν να δώσουν στην ιστορία τους ένα μεγαλύτερο βάθος βάζοντας στους (ψηφιακούς) χαρακτήρες τους να παλεύουν με την ενσυναίσθηση, την ίδια τους την δημιουργία και να έχουν υπαρξιακούς φόβους ενώ ταυτόχρονα μιλάνε και για πιο σοβαρά θέματα όπως την οπλοκατοχή στην Αμερική και την τοξικότητα στην gaming κοινότητα.

Υπερβολικό μπλέξιμο ειδικά προς το τρίτο μέρος της ταινίας με τον, λιγότερο ενδιαφέρον, πραγματικό κόσμο και τις δολοπλοκίες των μεγαλοεταιρειών της gaming βιομηχανίας και το όλο κλίμα που επικρατεί στον χώρο εργασίας τους, εκεί δηλαή όπου το σενάριο του «Free Guy» δεν καταφέρνει ποτέ να συνδυάσει τους δύο κόσμους του με έναν τρόπο που θα έχει την βαρύτητα που επιθυμούσε.

Και μπορεί η ιστορία του Γκάι να μοιάζει ως το τέλος κάπως γενικευμένη χωρίς να αφήνει το αντίκτυπο όπως εκείνης του Τρούμαν Μπέρμπανκ, αλλά ο Ράιαν Ρέινολντς καταφέρνει για άλλη μια φορά να δείξει το αστείρευτο ταλέντο του και να γεμίσει τον γεμίσει με ψυχή τον χαρακτήρα του ο οποίος ξυπνά από τον λήθαργο της καθημερινότητάς του ακούγοντας το «Fantasy» της Μαράια Κάρεϊ, χτίζοντάς τον γύρω από την περσόνα του Deadpool αλλά χωρίς την αναρχία και την αθυροστομία που τον χαρακτηρίζει, με περισσότερη αθωότητα και καλοσύνη. Από την άλλη η Τζόντι Κόμερ έχει τις στιγμές της ως δυναμική Molotov Gir, και ο Τάικα Γουατίτι, στον ρόλο του κακού Αντουάν, μοιάζει περισσότερο ως καρικατούρα παρά κάποιον που μπορείς να τον πάρεις στα σοβαρά – αλλά και πάλι, ίσως, οι περισσότεροι γκουρού CEO της βιομηχανίας είναι κάπως έτσι.

Το «Free Guy» μπορεί εκ πρώτης όψεως να μοιάζει ως ένα γράμμα αγάπης στην βιομηχανία και στην κοινότητα των video games, αλλά καταφέρνει να σε κερδίσει από την πρώτη στιγμή, παρά της ατέλειές του, με τον ενθουσιασμό και την θετική του προσέγγιση. Κι όλα αυτά για να σε βγάλει, όπως και τον Γκάι, από την σκληρή σου πραγματικότητα και να σε μεταφέρει σε άλλους μαγικούς κόσμους με εισιτήριο απλά λίγη «fantasy». Κάτι που όλοι μας το έχουμε ανάγκη αυτό τον καιρό.