Σε μια εποχή που η Pixar (έστω κι αν δεν διανύει και την καλύτερη περίοδό της) και ο ανταγωνισμός που έθεσε στα υπόλοιπα στούντιο έχουν τοποθετήσει το σύγχρονο animation σε δυσθεώρητα επίπεδα παραγωγής, ευρηματικότητας και ψυχαγωγικής αξίας, προκαλεί γνήσια έκπληξη ότι μπορεί ακόμα να συναντήσει κανείς ένα φιλμ κινουμένων σχεδίων τόσο ανέμπνευστο και άνοστο όσο το «Duck Duck Goose».
Μια αμερικανο-κινεζική παραγωγή, γυρισμένη με κινέζικα κεφάλαια, το μεγάλου μήκους σκηνοθετικό ντεμπούτο του Κρίστοφερ Τζένκινς (συνεργάτη οπτικών εφέ σε ταινίες της Disney όπως ο «Βασιλιάς των Λιονταριών» και η «Παναγία των Παρισίων») καταφεύγει στην ανεξάντλητη πηγή εγγυημένα χαριτωμένων ιδεών του ζωικού βασιλείου για να αντλήσει υλικό για την ιστορία του, αυτό όμως σίγουρα δεν είναι αρκετό από μόνο του, καθώς οι τέσσερις σεναριογράφοι του δεν στάθηκαν ικανοί να την μπολιάσουν με την παραμικρή σπίθα πρωτοτυπίας.
Ηρωάς του ένας εγωκεντρικός χήνος με άριστες πιλοτικές ικανότητες αλλά υπερβολική αυτοπεποίθηση που τον κάνει να πιστεύει ακράδαντα ότι δεν έχει ανάγκη το κοπάδι του, βάζοντας σε κίνδυνο την προετοιμασία τους για το επικείμενο, ετήσιο μεταναστευτικό τους ταξίδι με τα ακροβατικά του και κάθε λογής ριψοκίνδυνα καμώματα. Οταν σε μια από τις συνήθεις κατεργαριές του ξεκόβει δυο μικρά ορφανά παπάκια από τη δική τους ομάδα και τραυματίζει τη φτερούγα του, αναλαμβάνει (όχι ακριβώς ανιδιοτελώς) να τα συνοδεύσει ασφαλή στον προορισμό τους, σε μια γεμάτη κινδύνους διαδρομή από εδάφους.
Μια παραγωγή ανεξάρτητη από τα μεγάλα αμερικανικά στούντιο του είδους, η ταινία δεν υπολείπεται τόσο στο τεχνικό κομμάτι: αν οι φιγούρες των χαρακτήρων είναι απλά αξιοπρεπείς, το εντυπωσιακό φυσικό σκηνικό είναι το μόνο που κάνει υποφερτό το εξωφρενικά προβλέψιμο οδοιπορικό της φτερωτής παρέας. Ενας κακός με τη μορφή ραδιούργας γάτας, μερικοί άχρωμοι περιφερειακοί χαρακτήρες, η αναμενόμενη ηθική μεταστροφή του επιπόλαιου πρωταγωνιστή κι ένα υπέρ του δέοντος διδακτικό μήνυμα για την αξία του ομαδικού πνεύματος συμπληρώνουν το πακέτο των κλισέ μιας ταινίας που μοιάζει να διαρκεί πολύ περισσότερο από τα 90 της λεπτά. Η μεγαλύτερη (και δυσάρεστη) έκπληξη έρχεται από το πόσο ξεπερασμένα κακόγουστο είναι το χιούμορ της, που ενίοτε καταφεύγει σε σεφερλίδικης έμπνευσης αστεία με κλανιές για να εκμαιεύσει (μάταια) το γέλιο. Ακόμα κι αν ψάχνετε απεγνωσμένα μια σκοτεινή αίθουσα για να εκτονώσετε τέκνα και ανίψια, σκεφτείτε το καλύτερα: οι μικροί μας φίλοι αξίζουν σίγουρα κάτι καλύτερο από αυτήν τη νερόβραστη, ξαναζεσταμένη συνταγή κι εσείς για να διασκεδάσετε τη βαρεμάρα σας θα αρχίσετε να ορέγεστε τους πρωταγωνιστές σερβιρισμένους με πιτούλες και σάλτσα δαμάσκηνο.