Η σχέση της Ρωσίας, τσαρικής και σοβιετικής, με τη λογοτεχνία, το τεράστιο κληροδότημά της, τον περιορισμό και τη λογοκρισία της, αποτελεί ένα υπέρογκο (και υπέροχο) κεφάλαιο στην ιστορία της χώρας, γεμάτο αριστουργήματα και προσωπικές τραγωδίες. Μ' αυτό το στοιχείο καταπιάνεται στη νέα του ταινία, με πρεμιέρα στο Διαγωνιστικό Τμήμα της 68ης Berlinale, ο Αλεξέι Γκερμάν ο Νεώτερος (γιος του αντιφρονούντα σκηνοθέτη Αλεξέι Γκερμάν), αφηγούμενος την ιστορία του Σεργκέι Ντοβλάτοφ, με λευκή ονειρική φωτογραφία, αργό ρυθμό, αλλά κι ένα ευπρόσδεκτο συναισθηματισμό, ένα ελαφρύ χιούμορ, μια περιρρέουσα ζεστασιά.
Η εποχή είναι το 1971, σχεδόν μια δεκαετία πριν ο Ντοβλάτοφ, ακόμα φέρελπις συγγραφέας, αυτομολήσει στην Εσθονία για να μπορέσει να εκδώσει τη δουλειά του. Είναι ο καιρός που ο Μπρέζνιεφ έχει επιβάλλει τη νέα «κάθαρση» των τεχνών, που οφείλουν να εκφράζουν το σοσιαλιστικό ρεαλισμό, μια «πραγματική και αισιόδοξη» εικόνα της Σοβιετικής Ενωσης. Για τους λογοτέχνες και καλλιτέχνες - σαν τον Ντοβλάτοφ, σαν τον φίλο του, ποιητή Γιόζεφ Μπρόντσκι - η ελευθερία έμπνευσης σημαίνει, απλώς, ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να μπουν στο αντίστοιχο σωματείο, άρα να δουλέψουν, άρα να ζήσουν.
Στις έξι ημέρες της δράσης της ταινίας, ο Ντοβλάτοφ προσπαθεί μάταια να εκτελέσει κρατικές αναθέσεις (ένα άρθρο για την ερασιτεχνική παράσταση του εορτασμού της επετείου της επανάστασης, ένα δημοσιογραφικό πορτρέτο των εργατών του ορυχείου), σε αποστολές που στέφονται με αποτυχία και οργή κι ακολουθούνται από ποτό και τζαζ μουσική στα καλλιτεχνικά καφενεία της γενιάς του. Παράλληλα, ο Ντοβλάτοφ ζει στην κοινόβια πολυκατοικία όπου κατοικεί κι η μαμά του, προσπαθεί να σώσει τον ετοιμόρροπο γάμο του και βλέπει τακτικά τη μικρή του κόρη.
Με έντονο το δικό του αισθητικό στίγμα, ο Γκερμάν αποτυπώνει θαυμάσια, ρεαλιστικά και λυρικά ταυτόχρονα, την ατμόσφαιρα της εποχής, με τη συνδρομή του Λούκας Ζαλ, διευθυντή φωτογραφίας της «Ida». Το Λένινγκραντ της ταινίας είναι άδειο, επιβλητικό, λευκό, χωρίς κοντράστ, σαν να διακρίνεται μέσα από τη γάζα της μνήμης. Οι σεκάνς του είναι μεγάλα μονοπλάνα, που κινούνται με τον ίδιο, αργό ρυθμό, από κοντινά στα πρόσωπα και στις αδιάκοπες παράλληλες συζητήσεις, μέχρι γενικά στη χειμωνιάτικη φύση, ή τη χειμωνιάτικη ανθρώπινη φύση. Η αίσθηση του αδιέξοδου, της αγωνίας και της απόγνωσης μεταφέρονται ήσυχα και διαπεραστικά, απλώνονται μαζί με τη θολούρα της αδιάκοπης προσπάθειας για δικαιοσύνη.
Παρά, ωστόσο, τα πραγματικά πρόσωπα και το τακτικό voice over του ίδιου του Ντοβλάτοφ, ο Γκερμάν χάνει την αμεσότητα στην ιστορία του, σκορπίζεται μέσα από επαναλήψεις και βαραίνει την αφήγηση με την αισθητική του, έστω πανέμορφη, επιτήδευση. Η ατμόσφαιρα είναι πυκνή, αλλά οι ήρωες μονοδιάστατοι, ελλιπείς, ο συγγραφέας Ντοβλάτοφ λίγο-πολύ ένας ωραίος άντρας που καπνίζει και πίνει πολύ και διώχνει τις σκοτούρες του μ' έναν εύκολο κυνισμό.
Μπορεί το «Dovlatov» να είναι πολύ πιο μετρημένο και ανθρώπινο από την προηγούμενη ταινία του Γκερμάν, το αφόρητο «Under Electric Clouds» του 2015, (βραβευμένο για τη Φωτογραφία του σ' εκείνη την Berlinale), δεν παύει όμως να είναι μια ταινία του Αλεξέι Γκερμάν, με τη δική του φιλοδοξία και τον αδιαμφισβήτητο σκηνοθετικό ναρκισσισμό να καπελώνει την ουσία του φιλμ του. Το οποίο, επιπλέον, επιλέγει να μιλήσει για τους κρατικούς περιορισμούς στην τέχνη στη Σοβιετική Ενωση του '70, χωρίς έστω στοιχειώδεις αναφορές στη σημερινή Ρωσία της κρατικής λογοκρισίας, η οποία άλλωστε έχει επιδοτήσει την ταινία, μπερδεύοντας ακόμα περισσότερο την πολιτική της φωνή.