Μπορεί οι ταινίες της Marvel να έφτασαν σε ένα τέλμα, ειδικά μετά και τους «Εκδικητές: Η Τελευταία Πράξη». Και μπορεί οι ταινίες που ακολούθησαν μετά από αυτήν να μην έλαβαν την αποδοχή που ίσως τους άξιζε. Το μόνο που δεν μπορεί να προσάψει κανείς στη Marvel είναι ότι δεν της αρέσει να πειραματίζεται σε αυτή την Τέταρτη Φάση του κινηματογραφικού της σύμπαντος.
Από τα στοιχεία κατασκοπευτικού θρίλερ του «Black Widow», μέχρι την ασιατική μυθολογία και τις αέρινα μεγαλειώδες χορογραφίες των γουσιά ταινιών στην ταινία «Ο Shang-Chi και ο Θρύλος των Δέκα Δαχτυλιδιών» και την ανθρωπιστική ματιά της Κλόι Ζάο στο MCU με τους «Eternals», η Marvel σίγουρα προσπαθεί να βρει έναν τρόπο που θα κάνει τις ταινίες της να κολυμπήσουν σε νέα αχαρτογράφητα νερά χωρίς να χάσουν τα στοιχεία που συνθέτουν την ταυτότητά τους.
Μέσα σε αυτή την λογική προσπαθεί να συνδυάσει ένα ακόμα κινηματογραφικό είδος με τις υπερηρωικές ταινίες στο «Doctor Strange in the Multiverse of Madness» που, για κάποιους, μάλλον μοιάζει μάλλον απίθανο να πετύχει: εκείνο των ταινιών τρόμου. Διαθέτοντας ένα από τους καλύτερους σκηνοθέτες του είδους, τον Σαμ Ράιμι (θα αρκούσε το «Evil Dead») στην σκηνοθετική καρέκλα, μας κάνει να αναρωτιόμαστε γιατί κάτι τέτοιο δεν είχε γίνει νωρίτερα. Μέχρι τουλάχιστον το σημείο όπου η πλοκή ξεκινάει να χάνει τον δρόμο της μέσα σε υπερφορτωμένες, και εν μέρει αχρείαστές, CGI σκηνές...
Η αλήθεια είναι πως ο Doctor Strange, πέρα από την κλασική origin ταινία του πίσω στο 2016, λειτουργούσε καλύτερα όλον αυτόν τον καιρό ως ένας υποστηρικτικός χαρακτήρας στις ιστορίες άλλων, ίσως πιο σημαντικών, υπερηρώων του MCU. Κάτι σαν έναν χαρακτήρα «πασπαρτού» ίσως και πιο ιδανικό για να μας εισάγει στο πολυσύμπαν της Marvel, με τον ίδιον να ξεκινά ένα συναρπαστικό, πολυδιάστατο ταξίδι σε διαφορετικά σύµπαντα, διασχίζοντας παράξενες και επικίνδυνες εναλλακτικές πραγµατικότητες µαζί µε παλιούς και νέους συµµάχους, όπου ένας µυστηριώδης νέος αντίπαλος τον περιµένει.
Το «Doctor Strange in the Multiverse of Madness» είναι μια ταινία του Ράιμι από την αρχή ως το τέλος, με όλα τα καλά, αλλά και τα κακά, που συνεπάγεται αυτό. Ο Ράιμι επιστρέφει στο σινεμά μετά από μια απουσία 9 χρόνων (τελευταία του ταινία ήταν το «Οζ: Μέγας και Παντοδύναμος» το 2013) έχοντας αρκετή όρεξη για δράση και αυτό δεν κρύβεται. Εξάλλου δεν είναι η πρώτη φορά που σκηνοθετεί υπερηρωικές ταινίες, έχοντας ήδη κάνει την τριλογία του πρώτου «Spider-Man» με τον Τόμπι Μαγκουάιρ και πριν από αυτά το «Darkman» με τον Λίαμ Νίσον.
Η ταινία ξεκινά βάζοντάς μας μέσα σε μια μάχη στο Πολυσύμπαν, και λίγα λεπτά αργότερα μας μεταφέρει σε άλλη μία, αυτή την φορά στους δρόμους της Νέας Υόρκης, πριν μεταφθερί ξανά σε μια επική μάχη στο φρούριο των μάγων στο Καμάρ-Ταζ – κι όλα αυτά, σχεδόν, μέσα στα πρώτα 40 λεπτά. Ολες αυτές οι σκηνές είναι πραγματικά εντυπωσιακές, και δεν περιμέναμε κάτι λιγότερο, αλλά δείχνουν να υπερφορτώνουν ήδη την δράση από την αρχή, κουράζοντας, χωρίς ιδιαίτερο λόγο τόσο την ταινία όσο και τον ίδιο τον θεατή. Το ενδιαφέρον δεν χάνεται με επιπλέον μάχες μέχρι και το φινάλε της ταινίας - εφευρετικές, όπως η υπέροχη μάχη με τις νότες, ή καταιγιστικές όταν ο Doctor Strange και η Αμερικα Τζάβεζ πηδούν από το ένα σύμπαν στο άλλο, για να κρατήσουν το ενδιαφέρον σου ως το τέλος.
Η πρώτη ταινία μπορεί να στηρίχτηκε πάνω σε καλειδοσκοπικούς κόσμους, με τοπία που θύμιζαν να είναι βγαλμένα μέσα από το «Inception», αλλά εδώ, πέρα από μια μικρή αναφορά, το σίκουελ αποκτά μια ολική μεταμόρφωση στα χέρια του Ράιμι βάζοντάς το δικό του καλούπι των ταινιών τρόμου, και εκεί είναι που το «Doctor Strange 2» αρχίζει να αποκτά ενδιαφέρον. Αν μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την ταινία σίγουρα θα ήταν ένα «Evil Dead» με τα στεροειδή των υπερηρωικών ταινιών, όπου κοσμικός τρόμος και λαβκραφτιανά τέρατα συναντούν τους δαίμονες και τα ζόμπι του Ράιμι, με δόσεις μαύρου χιούμορ τις οποίες μόνο ο ίδιος ξέρει να προσφέρει.
Μπορεί το gore να είναι μετριασμένο στο ελάχιστο (εξάλλου μιλάμε για ταινία της Marvel) αλλά ο Ράιμι δεν είναι φειδωλός σε ανατριχίλες που προσδίδουν μια πιο απόκοσμη ατμόσφαιρα σε ένα είδος που φαίνεται να διψά για κάτι νέο, αλλά και σε (αυτό) αναφορές όπως η marvelική εκδοχή του «Νεκρονόμικον» με τον Ράιμι να δείχνει πως παραμένει ακόμα σε φόρμα, κι όλα αυτά σε συνδυασμό με το υπέροχο soundtrack του Ντάνι Ελφμαν.
Παρόλα αυτά όμως το ισχνό και αρκετά περίπλοκο σε στιγμές σενάριο του Μάικλ Γουόντρον («Loki», «Rick & Morty») είναι ένα από τα πιο αδύναμα σημεία της ταινίας, με την πλοκή του να χάνεται, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, μέσα στην τρέλα ενός βαρύ exploitation. Η ταινία θυμίζει πολύ σειρές του Disney+, όπως το «WandaVision» και το «What If?...» το οποίο, για όσους δεν τις έχουν δει, με ακατανόητους διαλόγους μεταξύ των χαρακτήρων και το κυριότερο, δεν καταφέρνει να δώσει στον Στίβεν Στρέιντζ, τον Φάουστ της Marvel, ο οποίος εδώ αντιμετωπίζει τους δικούς του δαίμονες, υπαρκτούς και μη, την εξέλιξη που χρειάζεται για να γίνει ο πρωταγωνιστής στην ιστορία του κι όχι απλά μια φανταχτερή μαγική λεπτομέρεια στις ιστορίες άλλων ανθρώπων.
Οι υπέροχες ερμηνείες από όλο το καστ, δίνουν στο σενάριο τη βαρύτητα που του λείπει. Ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς παραμένει εξαιρετικός στον ρόλο του αλαζόνα, εγωιστή και συγκαταβατικού μάγου, την παράσταση όμως κλέβει πάλι η Ελίζαμπεθ Ολσεν ως Γουάντα Μάξιμοφ (aka Scarlet Witch), εξερευνώντας εδώ - ειδικά μετά το «Wandavision» - μια πιο σκοτεινή και σε στιγμές πιο τρομαχτική πλευρά του χαρακτήρα της, ενώ η Ζοσίτι Γκόμεζ στον ρόλο της Αμερικα Τζάβεζ, κάνει μια αρκετά καλή προσπάθεια στο να φέρει την υπερηρωίδα, που μπορεί να πηγαίνει με ευκλία από το ένα συμπάν στο άλλο, στη μεγάλη οθόνη δίνοντάς της ιδιαίτερη θέρμη και γλυκύτητα.
Σίγουρα το «Doctor Strange in the Multiverse of Madness» θα μπορούσε να ήταν μια πολύ καλύτερη ταινία εάν είχε ένα πιο σφιχτοδεμένο σενάριο και λιγότερες θορυβώδεις, υπερφορτωμένες από CGI σκηνές δράσης του. Αλλά αυτό δεν παύει να την κάνει μια από τις πιο φρέσκιες και σε στιγμές πιο διασκεδαστικές ταινίες του MCU, με τον Σαμ Ράιμι να φέρνει την δική του τρέλα σε ένα κινηματογραφικό σύμπαν που φαίνεται πως διψούσε γι’ αυτήν εδώ και πολύ καιρό.