Αν ο Μπενουά Ζακό διάλεγε για τραγούδι της ταινίας του εκείνο, το αξέχαστο της Βίκυ Λέανδρος, δεν θα διάλεγε το ρεφρέν, το «Εϊ, Καζανόβα, τρελέ εραστή...», αλλά την άλλη στροφή, την πιο πικρή, το «Εϊ Καζανόβα, δεν είμαστε πια στην εποχή την παλιά / Δεν κλαιν' οι γυναίκες για χάρη σου πια, κι ούτε πεθαίνουν για μια σου ματιά». Το οποίο, τελικά, ίσως θα έκρυβε και μεγαλύτερη ουσία από την περισσότερο εγκεφαλική απ' όσο μπορεί να υποστηρίξει, ταινία.
Πολύ μακριά από τη «Σχολή της Σάρκας», έχοντας πια ασπαστεί τον τίτλο του μετρ ταινιών εποχής του γαλλικού σινεμά - το «Αντίο, Βασίλισσά μου» είναι μια καλή εκδοχή αυτών - ο Μπενουά Ζακό καταπιάνεται μ' ένα εμβληματικό πρόσωπο της τέχνης του έρωτα, τη στιγμή που η ταυτότητά του προδίδεται από το χρόνο. Γύρω στο 1760, ο Καζανόβα, ο διαβόητος Ιταλός λιμπερτίνος, εξόριστος από το Παρίσι, καταφεύγει στο Λονδίνο. Εκεί, στα σαλόνια των πλουσίων και του τζόγου, γνωρίζει κι ερωτεύεται μια νεαρή, δροσερή, μαλαγάνα πόρνη πολυτελείας, τη Μαριάν ντε Σαρπιγιόν. Το παιχνίδι εξουσίας μεταξύ τους φουντώνει: όσο εκείνος τη θέλει, τόσο εκείνη δεν του δίνεται, τόσο εκείνος τη θέλει περισσότερο. Αυτή η λεπτή ισορροπία επιθυμίας και άρνησης υφαίνει ολόκληρο τον καμβά της ταινίας.
Ο Ζακό επιλέγει η αισθητική του να μην είναι λαμπερή, ούτε τα σκηνικά και τα κοστούμια του επιβλητικά. Οι επαύλεις, τα πάρκα και τα κρασοπουλιά είναι αυθεντικά, με την πατίνα του χρόνου να προσδίδει στην ταινία μια υφή παρακμής, τα ρούχα μινιμαλιστικά, η περούκα του Καζανόβα απεριποίητη, ξεμαλλιασμένη - ο ήρωας δεν είναι πια γόης, είναι ένας άνδρας παγιδευμένος στον αγώνα της επιβίωσης, ακόμα και της ελευθερίας.
Η γλώσσα που, ρεαλιστικά, εναλλάσσεται μεταξύ γαλλικών και αγγλικών κάνει το λόγο, άφθονο, να κυλά με τρόπο ξύλινο, σαν οι ηθοποιοί να είναι ντουμπλαρισμένοι, με μια έλλειψη φυσικότητας που μοιάζει ακούσια. Η μορφή της Στέισι Μάρτιν, λεπτεπίλεπτης και λιγουρευτής, είναι ιδανική επιλογή για το ρόλο της Σαρπιγιόν. Ο Βενσάν Λεντόν δίνει και μόνο με τα βλέμματά του υπόσταση στον Καζανόβα της ταινίας, του ηττημένου και στοχαστικού. Ο χαοτικός περίγυρος δίνει ακόμα και την εικόνα της ταραγμένης Ευρώπης του 18ου αιώνα, με την ετοιμόρροπη αριστοκρατία να νιώθει το έδαφος να τρέμει κάτω από τα πόδια της.
Είναι, ωστόσο, το αντικείμενο της ταινίας, η ιδέα δηλαδή μιας κατάφασης ως τέλους της επιθυμίας, τόσο αφηρημένη από τη μια και τόσο παρωχημένη από την άλλη, που θ' αποκτούσε ενδιαφέρον μόνο αν διατυπώνονταν με τρόπο ρηξικέλευθο, εικαστικά ή σεναριακά. Αντίθετα, ο Ζακό λικνίζεται σε μισοτελειωμένους διαλόγους, σε ερωτηματικά και νεκρούς χρόνους και θεωρητικολογίες, κάνοντας το φιλμ του αργό, πιο βασανιστικά κι από τη βασανιστική άρνηση της νόστιμης κι ενδόμυχα μελαγχολικής Μαριάν.