Κάιρο, καλοκαίρι του 2013 – δύο χρόνια μετά την Αιγυπτιακή Επανάσταση. Τις μέρες που ακολούθησαν την ανατροπή του προέδρου Μόρσι, μια κλούβα της Αστυνομίας μέσα στην οποία κρατούνται διαδηλωτές με εντελώς διαφορετικές πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις, διασχίζει τις βίαιες διαδηλώσεις. Θα μπορέσουν οι κρατούμενοι να ξεπεράσουν τις διαφορές τους προκειμένου να επιβιώσουν;
- 2011: Η Αιγυπτιακή Επανάσταση βάζει τέλος σε μια προεδρία 30 χρόνων.
- 2012: Ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος είναι μέλος μιας ισλαμικής παράταξης, της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
- 2013: Εκατομμύρια πολίτες εξεγείρονται ενάντια στον νέο πρόεδρο, στις μεγαλύτερες διαδηλώσεις στην αιγυπτιακή ιστορία.
- 3 μέρες αργότερα, ο στρατός τον καθαιρεί.
- Μέσα στις επόμενες μέρες, η Μουσουλμανική Αδελφότητα και οι υποστηρικτές του στρατού συγκρούονται σε ολόκληρη την Αίγυπτο.
Με τις παραπάνω γραμμές που μας εισάγουν στην ταινία, το φιλμ του Μοχάμεντ Ντιάμπ επιχειρεί να συνοψίσει και να εξοικειώσει τον θεατή με τις σαρωτικές αλλαγές που υπέστη το πολιτικό σκηνικό της Αιγύπτου τα τελευταία χρόνια, καμία από τις οποίες δεν κατάφερε να επιφέρει έστω και στο ελάχιστο την πολυπόθητη ισορροπία ανάμεσα στα αντίπαλα στρατόπεδα και στους εξοργισμένους πολίτες.
Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό δεν θα ήταν ίσως καν απαραίτητο, καθώς παρά τη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, η «Κλούβα» θα μπορούσε να μιλά για οποιεσδήποτε ανάλογες έκρυθμες συνθήκες, σε οποιαδήποτε χώρα ή εποχή. Πέρα από ρεαλιστική απεικόνιση μιας φρικτής κατάστασης η οποία αποτελούσε καθημερινότητα κατά τη διάρκεια των εκρηκτικών διαδηλώσεων και αναταραχών που κατέλαβαν τους δρόμους της Αιγύπτου τις μέρες μετά την ανατροπή του προέδρου Μόρσι, το κλειστοφοβικό σκηνικό του φιλμ αποτελεί ταυτόχρονα μια αλληγορία για την αιώνια, έμφυτη ροπή της ανθρώπινης φύσης προς τη σύγκρουση και τον αλληλοσπαραγμό.
Αναγκασμένοι να συμβιώσουν για αρκετές αβάσταχτες ώρες σε ένα πνιγηρό, απάνθρωπο περιβάλλον οκτώ τετραγωνικών μέτρων, όπου ακόμα και απλές ανθρώπινες ανάγκες όπως το να αναπνεύσεις ή να πας στην τουαλέτα μετατρέπονται σε άθλο, άνθρωποι διαφορετικών κοινωνικών τάξεων και αντικρουόμενων θρησκευτικών και πολιτικών πεποιθήσεων πρέπει να επιβιώσουν, να ανεχτούν και να συγκρατήσουν τα συναισθήματά τους, την ίδια ώρα που η απουσία της όποιας ιδιωτικότητας κάνει ακόμα πιο δύσκολη, έως ακατόρθωτη τη διατήρηση της ψυχραιμίας.
Ομως εξίσου προσεκτικοί με το να παραθέσουν όλα εκείνα που τους χωρίζουν, ο Μοχάμπεντ Ντιάμπ και ο αδελφός και συν-σεναριογράφος του, Καλέντ, είναι και με το να αναδείξουν όλα εκείνα που τους ενώνουν, τις μικρές εκείνες στιγμές ανθρωπιάς, χιούμορ, σεβασμού και αλληλοκατανόησης, που όσο αντιφατικό κι αν ακούγεται αποτελούν εξίσου έμφυτες ιδιότητες της ανθρώπινης φύσης, όταν οι εγωισμοί και ο παράλογος φανατισμός υποχωρούν, έστω και για λίγο.
Κάπου ανάμεσα στον αδυσώπητο ρεαλισμό ενός ντοκιμαντέρ και στο αγωνιώδες σασπένς μιας ταινίας τρόμου, ο Ντιάμπ και ο διευθυντής φωτογραφίας του, Αχμέντ Γκαμπρ, κινηματογραφούν δεξιοτεχνικά τόσο τη φρικαλέα χορογραφία του όχλου που διαδηλώνει έξω και που ανά πάσα στιγμή απειλεί να ανατρέψει (κυριολεκτικά) το όχημα-κλουβί και (μεταφορικά) τις λεπτές ισορροπίες και άτυπες εκεχειρίες που πασχίζουν να χτίσουν οι κάτοικοί του, όσο και τον μικρόκοσμο που παλεύει να επιβιώσει στο εσωτερικό του.
Ο υπερβάλλων ζήλος του σεναρίου να περιγράψει τους εγκλωβισμένους πρωταγωνιστές ως μια ούτως ή άλλως σε μεγάλο βαθμό δεδομένη μικρογραφία της αιγυπτιακής κοινωνίας και των διαμαχών που την ταλανίζουν οδηγεί, ωστόσο, σε μερικές μάλλον αχρείαστες κι επιτηδευμένες προσθήκες, που φορτώνουν υπέρ του δέοντος το αποτέλεσμα και όπου πολύ βολικά συγχρωτίζονται κάθε πιθανός ή απίθανος χαρακτήρες και διαφορά, που δεν εξαντλούνται στις πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές αντιπαλότητες, ενδημικές της πατρίδας του σκηνοθέτη – από την αποκάλυψη ενός κρυφού ειδυλλίου μέχρι την ύπαρξη ενός φιλικού μεν, Χριστιανού δε, αστυνομικού. Την ίδια στιγμή, παρά τον ρεαλισμό με τον οποίο απεικονίζονται τα τεκταινόμενα, οι διάλογοι ολισθαίνουν ενίοτε σε ριψοκίνδυνα μελοδραματικά μονοπάτια, ενώ η δράση ξεγυμνώνει κάποιες μάλλον περιττές στιγμές ωμότητας, την ώρα που ολόκληρη η ταινία ξεχειλίζει από τη διαρκή απειλή μιας βίας πολύ πιο αμείλικτης από το κοντινό μιας πληγής που χρειάζεται επειγόντως ράμματα.
Ακόμα κι αυτά, όμως, είναι απλά πταίσματα σε μια ταινία που αποτελεί ολόκληρη μια κραυγή απελπισίας μιας χώρας που βρίσκεται εδώ και δεκαετίες σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης – μια κραυγή που γίνεται ακόμα πιο εκκωφαντική στο συγκλονιστικό φινάλε όπου η προσωρινή φυλακή μιας χούφτας εξαντλημένων ανθρώπων μετατρέπεται μέσα σε λίγα λεπτά στο μοναδικό τους καταφύγιο.