Υπάρχει ένα σινεμά που θεοποιεί το ανθρώπινο σώμα για λόγους αυστηρά - και συχνότατα εμπορικά - ηδονοβλεπτικούς.

Υπάρχει κι ένα άλλο που εκφράζεται πρωτίστως διαμέσου του, δηλαδή μέσα από την φετιχιστική ιχνηλάτηση του κορμιού και της χρήσης του σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας. Τέτοιες είναι οι ταινίες του Κρόνενμπεργκ, για παράδειγμα, ή ενίοτε του Αλμοδόβαρ, ή του (πρώιμου) Τσάι Μινγκ-Λιάνγκ, που βλέπουν το σώμα, η καθεμιά με τον τρόπο της (και στο είδος της), σαν σύμβολο ψυχαναλυτικό του ατόμου που το φέρει, άρα καθοριστικό των κινήτρων και των ελιγμών του στη ζωή και ενδεικτικό του ρόλου που έχει επιλέξει μέσα σ’ αυτήν. (Μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια τέτοιας έκφρασης, αλλά αποτυχημένη κατά τη γνώμη του υπογράφοντα, θα λέγαμε πως έγινε πρόσφατα και στον ελληνικό χώρο με το «Animal»). Οπως και να έχει, τούτος ο «σωματικός» κινηματογράφος, του δημιουργού, είναι ένα σινεμά που πολιτικοποιεί το ανθρώπινο σώμα, με την πολιτική νοούμενη εδώ ως στάση ζωής.

Οι «Αντίπαλοι» του Λούκα Γκουαντανίνο, αρχικά βισκοντικού Ιταλού καταγραφέα ανθρωπίνων σχέσεων που πέρασε γρήγορα στο αγγλόφωνο σινεμά με ανάλογες ταινίες και στη συνέχεια με φιλμ είδους, είναι υπόδειγμα του εν λόγω κινηματογράφου. Τίποτα που να συμβαίνει εδώ δεν είναι άσχετο με το κορμί. Ισα-ίσα που αυτό συνιστά την ατζέντα ακριβώς των ανθρώπων που το περιφέρουν, οπουδήποτε, και όχι μόνο στα γήπεδα του τένις όπου το φιλμ τοποθετείται κατά κύριο λόγο.

Σε ένα τέτοιο γήπεδο, λοιπόν, θα βρεθούν τρία θαυμαστά «σώματα» που έχουν κάνει τη χρήση του τρόπο ζωής και διαβίωσης. Η Τάσι, πρώην κορυφαία τενίστρια που παράτησε το άθλημα λόγω τραυματισμού και έκτοτε προπονεί τον άντρα της. Ο Αρτ, ο πρωταθλητής σύζυγος, που όμως τελευταία δέχεται απανωτές ήττες και χρειάζεται επειγόντως ανάκαμψη. Και ο Πάτρικ, πρώην κολλητός του Αρτ, παλιός σύντροφος της Τάσι και ξοφλημένος τώρα τενίστας που βγάζει τα προς το ζην από περιστασιακά ματς. Το πρωτάθλημα, κάπου στα βόρεια της πολιτείας της Νέας Υόρκης, είναι Challengers, χαμηλής κατηγορίας. Στρατηγική της Τάσι είναι ο Αρτ να πάρει εύκολα έναν τίτλο για να αναπτερωθεί το ηθικό του πριν επιστρέψει στα Grand Slam. Ομως ο Πάτρικ είναι κάθε άλλο παρά εύκολος αντίπαλος.

Το τωρινό ματς είναι ο αφηγηματικός άξονας γύρω από τον οποίο κινούνται τα φλασμπάκ ώστε να πληροφορηθούμε τι συνδέει τους τρεις ήρωες. Να μάθουμε για την επιστήθια φιλία του τότε τενιστικού διδύμου Αρτ-Πάτρικ, τη γνωριμία τους με τη δυναμική, ήδη φημισμένη συναθλήτρια Τάσι, το παραλίγο ερωτικό τρίγωνο, τον μετέπειτα δεσμό των Πάτρικ και Τάσι, και κλιμακωτά όλα όσα οδήγησαν στη σημερινή απόσταση και πικρία και τους τρεις. Η παλινδρόμηση είναι καίρια, το χτίσιμο μεθοδικό, η πύκνωση και η κορύφωση στο σήμερα, στις παραμονές του αγώνα, συναρπαστική. Αν δεχθούμε πως η τέχνη του σινεμά βασίζεται πρώτα και κύρια στη διαχείριση του χρόνου, το φιλμ του Γκουαντανίνο είναι κατάδειξη τρανταχτή αυτής της παραδοχής.

Δεν είναι απλώς η δεινότητα με την οποία ο σκηνοθέτης συντονίζει κυριολεκτικά και μεταφορικά αυτή την αντισφαίριση (τα φλασμπάκ διακόπτουν την τωρινή αφηγηματική ροή σε κάθε κρίσιμο χτύπημα - σέρβις, επίθεση, απόκρουση - ή φάση - ισοπαλία, tie break, παρατηρήσεις, τιμωρίες, μέχρι το τελικό match point). Είναι, κυρίως, η ενορχήστρωση όλων των συμβόλων μέσα από την αναμέτρηση των φίλων, των αθλητών, των εραστών, των αντεραστών, των διεκδικητών, των αντιπάλων. Ολη η ταινία είναι ένα παιχνίδι των σχέσεων εξουσίας ανάμεσα σε ανθρώπους που φέρουν όλες τις παραπάνω ιδιότητες ταυτόχρονα και αδιάλειπτα. Γνώμη μας πως πρόκειται για έναν θρίαμβο του σημειολογικού σινεμά, μεταμφιεσμένου ευφυώς εδώ σε αθλητικό-ερωτικό δράμα.

Εκτός από το σενάριο (και το ντεκουπάζ) του Τζάστιν Κουρίτζκες (για την ιστορία, αλλά και καθόλου τυχαία, συζύγου της Σελίν Σονγκ των «Περασμένων Ζωών») και την εκρηκτική χημεία του πρωταγωνιστικού τρίο Μάικ Φέιστ - Τζος Ο’Κόνορ - Ζεντάγια, καθοριστική στην επιτυχία είναι και η ορμητική house υπόκρουση των Τρεντ Ρέζνορ - Aτικους Ρος, που ευθυγραμμίζει το σασπένς για την εξέλιξη του ματς με εκείνο μιας λεκτικής αναμέτρησης στην πιο απλή διαλογική σκηνή, όπως και η φωτογραφία του Ταϊλανδού Σαϊόμπου Μουκντεπρόμ, που επίσης καδράρει οτιδήποτε ερωτικό (ή ομοερωτικό) με τον ίδιο τρόπο που βάζει την ανθρώπινη ματαιοδοξία στο επίκεντρο μιας σύγκρουσης. Ο μόνιμος και χωρίς ανάσα συσχετισμός όλων των παραπάνω, έτσι όπως τον εικονογραφεί ο Γκουαντανίνο, με οδηγό πάντα το ανθρώπινο σώμα και τις δοκιμασίες του ανάλογα με την εκμετάλλευσή του, είναι καθηλωτική.

Τελικά, είναι και ο αθλητισμός μια μορφή εμπορευματοποίησης του σώματος. Το οποίο, όμως, ως πλήρως παραδομένο στο χρόνο και φθαρτό, έχει ημερομηνία λήξης. Τί μένει; Ο έρωτας στην κάθε του έκφανση, όπως σε όλες τις ταινίες του σκηνοθέτη, που πάντα πίστευε στην συντριπτική ήττα της λογικής από το ένστικτο. Η λογική στους «Αντιπάλους», η τενιστική, υποβιβάζει τον έρωτα (love) στο μηδέν, σύμφωνα με τη βαθμολογική ορολογία. Οπότε, μήπως η ευτυχία βρίσκεται πέρα και πάνω από τις ετικέτες;