Κάπου ανάμεσα στο spin-off και το πρίκουελ, το «Bumblebee» εκτυλίσσεται είκοσι περίπου χρόνια πριν από το πρώτο «Transformers», το 1987, με βασικό πρωταγωνιστή τον επώνυμο ήρωα (αρχικά B-127), ο οποίος λίγο μετά την καταστροφή του Cybertron καταφεύγει στη Γη για να προετοιμάσει το έδαφος για μια νέα βάση των ειρηνικών Autobots. Κυνηγημένος και δίχως μνήμη, με τη μορφή ενός ταλαιπωρημένου κίτρινου Σκαραβαίου, βρίσκει καταφύγιο σε μια μάντρα με παρατημένα αυτοκίνητα σε μια μικρή παραλιακή πόλη της Καλιφόρνια. Εκεί θα τον ανακαλύψει και θα τον ενεργοποιήσει άθελά της η νεαρή Τσάρλι, η οποία προσπαθεί να συνέλθει από τα δικά της προσωπικά τραύματα.
Οσοι έχουν δικαιολογημένα κουραστεί από το ολοένα και πιο αγέλαστο, εξαντλητικό, μιλιταριστικό και αδυσώπητα εκκωφαντικό οπτικοακουστικό πανδαιμόνιο του κατά Μάικλ Μπέι franchise των Transformers, θα βρουν ευπρόσδεκτη την αλλαγή ύφους που επιφυλάσσει το «Bumblebee» στη γνωστή σειρά ταινιών.
Με τον Μάικλ Μπέι να παραδίδει για πρώτη φορά τη σκηνοθετική σκυτάλη σε κάποιον άλλο και με ένα σαφώς μεγαλύτερης ευαισθησίας σενάριο από την Κριστίνα Χόντσον, τα σημάδια της αλλαγής είναι παραπάνω από εμφανή ευθύς εξαρχής από την παρουσία μιας πραγματικής θηλυκής ηρωίδας που βάζει επιτέλους φρένο στην ακατάσχετη macho ενέργεια του εν λόγω franchise. Ο Τράβις Νάιτ, από την άλλη, υπεύθυνος animation της Laika και σκηνοθέτης του υπέροχου stop-motion «Ο Κούμπο και οι Δυο Χορδές», μοιάζει πιο πρόθυμος να ακολουθήσει το παράδειγμα του παραγωγού Στίβεν Σπίλμπεργκ παρά εκείνο του προκατόχου του, χτίζοντας πρωτίστως μια τρυφερή ιστορία δύσκολης ενηλικίωσης (η Τσάρλι βρίσκεται στο κατώφλι των 18 και αδυνατεί ακόμα να ξεπεράσει την απώλεια του πατέρα της) και τη χαριτωμένη όσο και παρηγορητική σχέση στην οποία βρίσκουν καταφύγιο δύο λίγο-πολύ περιθωριακοί χαρακτήρες.
Οι σκηνές ανάμεσα στην Τσάρλι και τον Bumblebee, αλλά και εκείνες των επαναστατημένων όσο και αγαπησιάρικων συγκρούσεων με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της, φέρνουν στο μυαλό περισσότερο τον «Ε.Τ.» και την κληρονομιά του Σπίλμπεργκ παρά οτιδήποτε έχει υπογράψει στη ζωή του ο Μπέι. Και μολονότι αυτή η επιλογή μοιάζει αναμφίβολα προτιμότερη, ο Νάιτ και η Χόντσον μένουν δυστυχώς υπερβολικά προσκολλημένοι όχι τόσο στο πνεύμα των επιρροών τους αλλά στην επιτυχημένη συνταγή της οικογενειακής περιπέτειας φαντασίας που δεκάδες επίδοξοι μιμητές έχουν προσπαθήσει να κοπιάρουν.
Η εμπνευσμένη αναπαράσταση της εποχής κάνει ευτυχώς υποφερτή την ομολογουμένως πολυφορεμένη πλέον νοσταλγία των ’80s, με το εξαιρετικό ρετρό σάουντρακ να επιτελεί μία επιπλέον ευρηματική σεναριακή χρήση: ο «άφωνος» πλέον Bumblebee βρίσκει τρόπο να εκφραστεί μέσα από την επιλογή των τραγουδιών στο ενσωματωμένο ραδιοφωνάκι του.
Αναπόφευκτα, όμως, η εμφάνιση των σατανικών Decepticons και –ας το παραδεχτούμε– η ίδια η ύπαρξη της ταινίας στο πλαίσιο του συγκεκριμένου franchise, δεν μπορεί παρά να κάνει την ταινία να κατρακυλήσει και πάλι στη γνωστή, ολότελα απλοϊκή αναμέτρηση μεταξύ καλού και κακού, έστω και με σαφώς πιο συγκρατημένους τους ορυμαγδούς εκρήξεων και των ατελείωτων μαχών μέταλλο με μέταλλο. Σαν ένα σχιζοφρενικό αλλά άνισο πείραμα, το «Bumblebee» παραμένει ένα σχετικά ευχάριστο διάλειμμα στη θορυβώδη κινηματογραφική μυθολογία των Transformers, σίγουρα όμως όχι και μια ταινία αντάξια των δυνατοτήτων που έχει επιδείξει στο παρελθόν ο σκηνοθέτης του.