Οι θεματικές του Μάρκο Μπελόκιο ανέκαθεν είχαν να κάνουν με την ιταλική κοινωνία και τις σκιώδεις δυνάμεις που φαίνεται τελικά πως την κατευθύνουν ανά τους αιώνες. Και όμως, είναι τρομερά εντυπωσιακό το πώς ο σκηνοθέτης καταφέρνει σε τόσο προχωρημένη ηλικία και να παραμένει πρωτότυπος αλλά και να βρίσκει φρέσκους τρόπους να εξερευνά τους μόνιμους προβληματισμούς του, χρησιμοποιώντας την θρησκεία, την εξουσία, την Πίστη, την οικογένεια, το κριτικό βλέμμα της κοινωνίας και όλες τις δυνάμεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους για να αποδείξει ότι ουσιαστικά, παρά το πέρασμα των αιώνων, δεν αλλάζουν και τόσο εύκολα τα πράγματα.
Στο «Αίμα από το Αίμα μου» δεν λέει καν μια ιστορία αλλά δύο σχεδόν ανεξάρτητες αφηγήσεις, που μοιράζονται μεταξύ τους κοινό τόπο, σκηνοθετική ματιά και μερικούς πρωταγωνιστές (σε διαφορετικούς ωστόσο ρόλους - ή και όχι), σχηματίζοντας ένα δικό τους διακριτό σύμπαν που επιχειρεί να ανακαλύψει το αίτιο και το αιτιατό ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, όσο πειραματίζεται με τα είδη και την διάθεση.
Στον πρώτο μέρος της ιστορίας, το περισσότερο δραματικό στην υφή του, ο Φεντερίκο, ένας νεαρός στρατιώτης τον 17ο αιώνα, καλείται από την Ιερά Εξέταση στη φυλακή του μοναστηριού του χωριού Μπόμπιο. Η αποστολή του είναι να εξαναγκάσει την αδελφή Μπενετέτα (ιδιαίτερα εκφραστική η Λίντια Λίμπερμαν στον απαιτητικό της ρόλο) να ομολογήσει ότι έχει παρασύρει και οδηγήσει στο θάνατο τον προηγούμενο εξομολογητή της, ο οποίος τυγχάνει να είναι και δίδυμος αδελφός του. Σύμφωνα με το θρησκευτικό καταστατικό, η Μπενετέτα πρέπει να υποβληθεί σε τρεις δοκιμές - νερό, φωτιά και δάκρυα - για να αποδείξει την αθωότητά της, εφόσον φυσικά δεν ομολογήσει την ενοχή της σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας.
Η επιρροή της όμως θα αποδειχτεί δύσκολος αντίπαλος για την πίστη του Φεντερίκο και θα δώσει την ευκαιρία στον Μπελόκιο να αφηγηθεί μια ιστορία με μυσταγωγική αύρα και λεπτές υπόνοιες για το μέλλον της κοινωνίας, χωρίς να δίνει ποτέ προφανείς απαντήσεις όσο μοιράζεται με τον πρωταγωνιστή της την αίσθηση της αβεβαιότητας (αλλά και, κατά στιγμές, της έλλειψης προσανατολισμού). Το μεσαιωνικό χρονικό πλαίσιο είναι ο απόλυτος σύμμαχος στην προσπάθεια του Μπελόκιο να μιλήσει με μεταφορές για πράγματα που, σε περισσότερο σύγχρονο πλαίσιο, θα έμοιαζαν προφανή ή καταγγελτικά, χρησιμοποιώντας το ιστορικό πλαίσιο χωρίς γραφική υπερβολή.
Στο δεύτερο μισό όμως, ο Μπελόκιο μεταπηδά στο παρόν, όπου η φυλακή του Μπόμπιο κλείνει και εγκαταλείπεται, για να ανταλλάξει το μεσαιωνικό (με περισσότερες από μία έννοιες) υπόβαθρο με ένα σύγχρονο αλλά σουρεαλιστικό πορτρέτο της ιταλικής κοινωνίας. Σε αυτή την ιστορία, ο εφοριακός Φεντερίκο (είναι άραγε ο ίδιος Φεντερίκο που γνωρίζουμε;) βοηθά έναν Ρώσο εκατομμυριούχο να αγοράσει το παλιό ερείπιο της φυλακής. Το πρόβλημα όμως είναι ότι ένας μυστήριος γέρος έχει ζήσει εκεί για χρόνια. Αναφέρεται ως «ο Κόμης» και μπορεί να τον δει κανείς περιστασιακά μόνο τη νύχτα. Και, ναι, το μυαλό όλων πηγαίνει μάλλον προς τη σωστή κατεύθυνση.
Γιατί αν το πρώτο μέρος του «Αίμα από το Αίμα μου» είναι ουσιαστικά ένα θρησκευτικό δράμα, το δεύτερο μέρος της ταινίας παίρνει με άνεση την ταμπέλα της κοινωνικής σάτιρας, όπου έχουν θέση και οι συνιστώσες της θρησκείας, και η μαφία, και η «συντεχνιακή» προσέγγιση των πάντων, ακόμα κι ένα βαμπίρ που δεν λέει να απαγκιστρωθεί από τον παλιό κόσμο. Οι συνδέσεις με το παρελθόν μπορεί να μην είναι εκ πρώτης όψεως εμφανείς, όμως, οι προβληματισμοί είναι αρκούντως φανεροί για να βοηθήσουν τον θεατή να εντοπίσει στις δύο ιστορίες τα κοινά σημάδια της κοινωνικής εξέλιξης (και κατάπτωσης) και εκείνων των αδιόρατων δυνάμεων που τελικά ορίζουν τις εξελίξεις.
Το πρόβλημα είναι απλά ότι το δεύτερο μέρος δεν είναι τόσο καλοδουλεμένο όσο το πρώτο, με αποτέλεσμα να οδηγεί πιο εύκολα σε επιφανειακά συμπεράσματα. Η ενσωμάτωση απρόσμενων στοιχείων στην αφήγηση (η επίσκεψη του εν λόγω βαμπίρ στον οδοντίατρο είναι απρόσμενα και γνήσια κωμική) βοηθά την ταινία να σχηματίσει μια ξεχωριστή διακριτή προσωπικότητα, όμως, δεν μπορεί να καμουφλάρει συνεχώς την τάση του σεναρίου να κάνει πολλές φορές κύκλους γύρω από τις ίδιες ιδέες. Παρόλα αυτά, το φινάλε είναι απόλυτα ταιριαστό με την όλη θρησκευτική εξερεύνηση της ιστορίας και ό,τι πιο καίριο θα μπορούσε να παρουσιαστεί, σύμφωνα με τους άξονες που έχει στήσει η ταινία.
Για αυτό και στο τέλος, παρά τις όποιες αστοχίες, το «Αίμα από το Αίμα μου» παραμένει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση ταινίας κυρίως επειδή ο Μπελόκιο, παρά τα 77 χρόνια του, αποδεικνύει με ευκολία ότι, μέσα από τις τολμηρές επιλογές του και την δυναμική του γραφή, εξακολουθεί να έχει πράγματα να δώσει στον σύγχρονο ιταλικό και, κατ’ επέκταση, ευρωπαϊκό κινηματογράφο. Οι θεματικές μοιάζουν ίδιες, όμως η γλώσσα που χρησιμοποιεί δε δείχνει να έχει εξαντληθεί. Και αυτό είναι κάτι που μπορεί εύκολα να ξεπεράσει οποιεσδήποτε εκτελεστικές αστοχίες (που αφορούν κυρίως την συνοχή των δύο μερών της ιστορίας).