Είναι άδικο να συγκρίνει κανείς το «Στην Αγκαλιά του Φιδιού» με τα «Αποδημητικά Πουλιά», αφού στη δεύτερη ταινία του ο Κολομβιανός σκηνοθέτης παίζει περισσότερο με τους κανόνες μιας γκανγκστερικής ταινίας που θα μπορούσε να είναι ο «Νονός» ή ο «Σημαδεμένος», τοποθετημένους όμως στη στέπα της κολομβιανής ερήμου, με γηγενείς πρωταγωνιστές και σε μια έκταση χρόνου που καλύπτει από τα τέλη των '60s μέχρι τα μισά των '70s.
H «εξωτική» επιλογή του ασπρόμαυρου στην ταινία που έκανε το όνομα του Σίρο Γκέρα μια από τις απόλυτα υπολογίσιμες δυνάμεις στο λατινοαμερικάνικο σινεμά του σήμερα - στέλνοντας το «Στην Αγκαλιά του Φιδιού» να γίνει η πρώτη υποψηφιότητα της Κολομβίας στην κατηγορία του Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας - δίνει εδώ τη θέση της στο έντονο έγχρωμο (μέχρι και πολύχρωμο, κυρίως λόγω των χειροποίητων γυναικείων φορεσιών, αλλά και των έτσι κι αλλιώς πιο ψυχεδελικών και σε επίπεδο γκαρνταρόμπας '70s), ενώ η σύγκρουση ανάμεσα στην παράδοση και τη νέα εποχή είναι πλέον εδώ μετωπική, εκρηκτική, παρούσα με τον πιο βίαιο τρόπο.
H ιστορία, χωρισμένη σε πέντε τραγούδια, ανοίγει σε ομόκεντρους κύκλους όπου, μέσα τους, μια πολυμελής οικογένεια συμβολίζει τον τρόπο με τον οποίο οι ιθαγενείς της φυλής Γουάγιου που κατοικούν στη χερσόνησο Λα Γκουαχίρα στην Κολομβία, έγιναν ηθελημένα και άθελά τους ταυτόχρονα, τα πιόνια ενός αδίστακτου εμπορίου ναρκωτικών, κατακερματίζοντας με τον πιο βίαιο τρόπο την ενότητα της παράδοσης και των ηθικών αρχών που υπήρξαν οι θεμέλιοι λίθοι της επιβίωσής τους.
Ο Σίρο Γκέρα, εδώ σε συνεργασία στη σκηνοθεσία και το σενάριο με την Κριστίνα Γκαλέκο (παραγωγός στο «Στην Αγκαλιά του Φιδιού») εμπνέεται από τις παραδόσεις μιας πλούσιας σε κώδικες αξιών φυλής και μαζί από τη λογική του «Sopranos» και του «Narcos», μεταφέροντας τη δράση ενός γκανγκστερικού φιλμ στην αχανή στέπα της ερήμου, θέλοντας έκδηλα να μιλήσει (και) για την Κολομβία του σήμερα. Με πλάνα που ξεκινούν από το «The Searchers» του Τζον Φορντ και δεν αργούν να φτάσουν μέχρι το «Sicario» του Ντενί Βιλνέβ, είναι οι συνεχείς αντιθέσεις που τελικά ομογενοποιούν το στιλιζάρισμα στη σκηνοθεσία και την επανάληψη στην αφήγηση, καθώς οι δεκαετίες αλλάζουν, τα παιδιά μεγαλώνουν αναλαμβάνοντας τα ηνία των ενηλίκων και η διαφθορά βαθαίνει.
Από τη μία πλευρά, μια τελετή χειραφέτησης μιας νεαρής γυναίκας που έχει τις ρίζες της στα βάθη της ιστορίας και, από την άλλη πλευρά, ο μεταλλικός ήχος των όπλων που μοιάζουν ξένα μέσα στο φτιαγμένο από χώμα και ήλιο τοπίο. Από τη μία πλευρά, η μήτηρ φαμίλιας που ορίζει τις τύχες κάθε αρσενικού και θηλυκού της οικογένειας και από την άλλη πλευρά τα αγόρια που δεν ελέγχουν τις εκρήξεις τους, προκαλώντας το χάος. Από τη μια πλευρά η ωμή, καθαρή βία που αγγίζει τα όρια του νιχιλισμού και από την άλλη μια διαρκής διάθεση για αυτήν την σπάνια ποίηση που μοιάζει να ξεφυτρώνει μέσα από την πιο αναπάντεχη πραγματικότητα. Από τη μία, η σινεμασκόπ, αλά Σέρτζιο Λεόνε φωτογραφία και από την άλλη η δομή μιας αρχαίας τραγωδίας που σφίγγει τον κλοιό, καθώς η ύβρις οδηγεί στην τιμωρία και από εκεί στην αναπόφευκτη - αν και ποτέ αναίμακτη - κάθαρση.
Οι Γκέρα και Γκαλέκο προσπαθούν εδώ να αφηγηθούν μια γνωστή ιστορία με έναν άγνωστο τρόπο. Συνδυάζουν το εθνογραφικό σινεμά με το νεο-γουέστερν και ενώ καταφέρνουν να δώσουν τις διαστάσεις που θέλουν σε ένα, ωστόσο, αρκετά βραδυφλεγές έπος που - το νιώθεις - διασχίζει δύο δεκαετίες, μοιάζουν κι αυτοί τόσο συνεπαρμένοι από το βάρος της ιστορίας τους, που δεν αντιδρούν τελικά όταν αυτό μοιάζει να συμπαρασύρει προς τα κάτω τον πήχη του ενδιαφέροντος και της προσοχής του θεατή. Ανάμεσα στις υπερβολικά πολλές παράλληλες ιστορίες, τους κύκλους που ανοίγουν και κλείνουν, τις οικογενειακές τελετές που γύρω τους στήνεται το δράμα, τα αποδημητικά πουλιά που άλλοτε παίρνουν τη μορφή της αλλαγής μιας ολόκληρης κοινωνίας και άλλοτε το σχήμα των αεροπλάνων που μεταφέρουν τα ναρκωτικά στην Αμερική, είναι παραπάνω από συχνό το αίσθημα πως αυτό που βλέπεις το έχεις ξαναδεί - ακόμη και αν δεν το έχεις ξαναδεί ποτέ έτσι.
Μια αντίφαση που μπορεί να εδραιώνει τους δύο δημιουργούς και κυρίως το αποφασιστικό βλέμμα τους απέναντι στην ίδια τους τη χώρα, αλλά δεν αρκεί για να κάνει την ταινία τους κάτι το πραγματικά ξεχωριστό.