Οσο κι αν ακούγεται στερεοτυπικό, αν υπάρχει μια βασική απειλή που κρέμεται πάνω από κάθε σπονδυλωτή ταινία, αυτή είναι η αναπόφευκτη έλλειψη ομοιογένειας και συνοχής, και ο κίνδυνος πως οι πιο αδύναμες από τις ιστορίες θα παρασύρουν –στην καλύτερη περίπτωση– το σύνολο στο επίπεδο μιας χρυσής μετριότητας.

Αν μη τι άλλο, αυτός είναι ένας κίνδυνος για τον οποίο οι δημιουργοί του «Βερολίνο, Σ’ Αγαπώ» δεν χρειάζεται να ανησυχούν, για τον απλούστατο λόγο ότι όλες οι ιστορίες του κυμαίνονται από το παντελώς αδιάφορο στο εγκληματικά απλοϊκό κι από εκεί στο επιεικώς απαράδεκτο – υπάρχει τουλάχιστον μια κάποιου είδους συνέπεια σε αυτή την παταγώδη αποτυχία.

Τέταρτο κατά σειρά φιλμ στο ρομαντικό, και μοιραία τουριστικό, franchise ταινιών portmanteau του «Cities of Love», αφιερωμένων σε διαφορετικές πόλεις (προηγήθηκαν το Παρίσι, η Νέα Υόρκη και το Ρίο ντε Τζανέιρο), το «Βερολίνο, Σ’ Αγαπώ» δεν διαθέτει καν, όπως οι προκάτοχοί του, κάποιες ηχηρές ή ενδιαφέρουσες υπογραφές ανάμεσα στα ονόματα των σκηνοθετών του, αυτό ωστόσο είναι το μικρότερο από τα προβλήματά του, καθώς το γεγονός ότι οι περισσότεροι από αυτούς διαθέτουν αρκετή εμπειρία (και μάλιστα σε μεγάλου μήκους) δεν εμποδίζει τα μικρού μήκους αυτά επεισόδια να φαντάζουν με πρωτόλεια έργα σπουδαστών κινηματογράφου.

Τα δέκα επεισόδια του «Βερολίνο, Σ’ Αγαπώ» προσεγγίζουν με μια ευρύτερη έννοια τον έρωτα και την αγάπη, από την περίπλοκη σχέση μιας μητέρας με την κόρη της και το μικρό αγόρι που η δεύτερη περιθάλπει από το κέντρο προσφύγων όπου εργάζεται ως εθελόντρια, μέχρι μια παρέα άγνωστων μεταξύ τους γυναικών που συναντιούνται τυχαία ένα βράδυ σε ένα αυτόματο πλυντήριο για να ανακαλύψουν το δικό τους #MeToo (ίσως το πιο εξευτελιστικό επεισόδιο όλων), κι από τη φιλική συζήτηση ανάμεσα σε ένα έφηβο αγόρι και μια drag queen μέχρι τις παραδοσιακές, και ανελέητα κλισέ, ρομαντικές ιστορίες τυχαίων συναντήσεων, κεραυνοβόλου έρωτα και ανατρεπτικών ραντεβού. Παρά τις ενδεχομένως αγαθές προθέσεις, ωστόσο, ο παντελώς αμήχανος έως ντροπιαστικός τρόπος που η ταινία χειρίζεται τις πιο σοβαρές από αυτές τις θεματικές, με μια ολότελα αφελή κι επιδερμική κοινωνική ευαισθησία, σε κάνει να εύχεσαι οι σεναριογράφοι και οι σκηνοθέτες τους να παρέμεναν στα τουλάχιστον πιο ασφαλή λημέρια ενός ανώδυνου ρομάντζου.

Ανασταίνοντας την παράδοση της πάλαι ποτέ δημοφιλούς ευρωσούπας (ή ευρωπουτίγκας, διαλέγετε και παίρνετε), όχι όμως και την απολαυστικά camp πλευρά της, οι παραγωγοί της σειράς κατάφεραν πάντως κι αυτή τη φορά να προσελκύσουν γνωστούς σταρ και ηθοποιούς, οι οποίοι σαφέστατα άξιζαν (και σίγουρα ήλπιζαν σε) κάτι καλύτερο, ή τουλάχιστον πιο κοντά στο έστω ανάλαφρα διασκεδαστικό πνεύμα των προηγούμενων ταινιών: ανάμεσά τους η Ελεν Μίρεν και η Κίρα Νάιτλι, ο Μίκι Ρουρκ, ο Ντιέγκο Λούνα, ο Τζιμ Στάρτζες και ο Λουκ Γουίλσον.

Αυτό που δεν καταφέρνουν να αναστήσουν, δυστυχώς, είναι το κύριο ζητούμενο: το ίδιο το πνεύμα του Βερολίνου. Παρά τα συχνά πυκνά περάσματα από γνωστά μνημεία και αξιοθέατα, τίποτα στις ιστορίες της ταινίας δεν εκμεταλλεύεται πραγματικά τη ζωντάνια, την πολυπολιτισμικότητα και την Ιστορία της γερμανικής πρωτεύουσας, ούτε καν με τον τρόπο ενός διαφημιστικού σποτ για τις τουριστικές ατραξιόν της. Κι αυτό που απομένει δεν είναι παρά η ατυχής σύγκριση που προκαλεί ο νερόβραστος φόρος τιμής τον οποίο αποτίνει η ιστορία που συνδέει όλες τις υπόλοιπες, στην πιο διάσημη ίσως κινηματογραφική ενσάρκωση του Βερολίνου: τα «Φτερά του Ερωτα».