Βερολίνο, αρχές Νοεμβρίου 1989. Λίγες μέρες πριν την πτώση του Τείχους κι ενώ όλος ο πλανήτης βρίσκεται σε πολιτικό και διπλωματικό πυρετό, η Βρετανίδα Λορέν Μπρότον, μία αδίστακτη, τολμηρή και σέξι πράκτορας της MI6 προσγειώνεται στο επίκεντρο των κοσμοϊστορικών γεγονότων με μία μυστική αποστολή: να εξιχνιάσει τον φόνο ενός συναδέλφου της (με τον οποίο τη συνέδεε ένα ρομαντικό παρελθόν) και να εντοπίσει μία χαμένη λίστα με τα ονόματα όλων των διπλών πρακτόρων, για την οποία όλες οι μυστικές υπηρεσίες των εμπλεκόμενων πλευρών κυριολεκτικά και μεταφορικά θα σκότωναν. Θα καταφέρει να φέρει εις πέρας την αποστολή της, όταν όλος ο κόσμος δείχνει να καταρρέει; Με πρωταγωνίστρια τη Σαρλίζ Θερόν, η απάντηση είναι μάλλον δεδομένη.
Το «Atomic Blonde» δεν βασίζεται (φυσικά) σε πραγματικά γεγονότα, αλλά είναι η μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του graphic novel «The Coldest City» των Αντονι Τζόνστον και Σαμ Χαρτ από τον Ντέιβιντ Λιτς, πρώην κασκαντέρ κι έναν από τους δύο σκηνοθέτες του «John Wick», επομένως κανείς δε θα έπρεπε να περιμένει την αληθοφάνεια και το ρεαλισμό ενός κατασκοπικού θρίλερ, βγαλμένου από τις σελίδες του Τζον Λε Καρέ. Οποιος, όμως, είναι έτοιμος, σωματικά και ψυχολογικά, για μια από τις πιο σέξι και διασκεδαστικές περιπέτειες της χρονιάς είναι σίγουρο ότι θα ανταμειφθεί πλουσιοπάροχα.
Από την αρχή γίνεται εμφανές, άλλωστε, ότι ο Λιτς θέλει να στήσει ένα απενοχοποιημένο πανηγύρι της ποπ κουλτούρας, αναπλάθοντας ένα Βερολίνο επηρεασμένο από τη νέον χρωματική παλέτα του Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν και διαποτισμένο από όλες τις μεγάλες μουσικές επιτυχίες της εποχής, από το Blue Monday των New Order και το Cat People του Ντέιβιντ Μπόουι μέχρι το cult 99 Luftballons των Δυτικογερμανών Nena, ενώ εμβόλιμα πλάνα από ρεπορτάζ και επίκαιρα της εποχής προσπαθούν να ανασυνθέσουν το zeitgeist της εποχής, με κορυφαίο ανάμεσα σ’ αυτά το απόσπασμα του MTV για το αν το sampling είναι κλοπή, ένα πανέξυπνο και ειρωνικό κλείσιμο του ματιού τόσο για την ίδια τη διακειμενικότητα της ταινίας, όσο και για την απαρχή μιας νέας εποχής, όπου τίποτα δε θα ήταν πλέον πρωτότυπο.
Ανάμεσα στο εκτυφλωτικό κόκκινο και το βαθύ μπλε, που δίνουν τον τόνο και αποτελούν το συμβολικό και σημειολογικό δίπολο της φωτιάς και του πάγου, η Λορέν Μπρότον της Σαρλιζ Θερόν τα βάζει με όλο το σύμπαν και αναδεικνύεται θριαμβεύτρια, δημιουργωντας έναν χαρακτήρα που ξεπερνάει υποδειγματικά το στερεότυπο του αλώβητου κατάσκοπου υπερήρωα και δεν διστάζει να τσαλακώσει την αψεγάδιαστη εξωτερική της εμφάνιση κουβαλώντας τις ουλές και τα σημάδια που της αφήνουν οι σκληρές κι επίπονες σωματικές σκηνές μάχης, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων εκτέλεσε η ίδια.
Αυτή η έντονη σωματικότητα είναι που κάνει την ταινία να ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες του είδους, προσδίδοντάς της ταυτόχρονα μία ξεκάθαρη μεταφεμινιστική διάσταση. Η Μπρότον της Θερόν, σε αντίθεση με τον συνάδελφό της Τζέιμς Μποντ, δε φεύγει ποτέ ατσαλάκωτη από τη μάχη, αλλά παλεύει σώμα με σώμα, με νυχια και με δόντια, χρησιμοποιεί ό,τι βρει μπροστά της διαθέσιμο για να επιβιώσει και μετατρέπεται από υπερcool βασίλισσα των πάγων σε ένα λυσσαλέο αγρίμι προκειμένου να φέρει εις πέρας την αποστολή της. Κανείς δεν της χαρίζεται επειδή είναι γυναίκα, ούτε αυτή (φυσικά) χαρίζεται σε κανένα, και ξέρει να χρησιμοποιεί σε ίσες δόσεις τη σαγήνη και το δυναμισμό της, ελέγχοντας απόλυτα την εικόνα της στο ανδροκρατούμενο σύμπαν στο οποίο κινείται. Αποκορύφωμα αυτής της χειραφέτησης είναι ότι η μοναδική ερωτική σχέση που συνάπτει σε όλη τη διάρκεια της ταινίας είναι με τη Γαλλίδα συνάδελφό της, άλλη μια απόδειξη της επίγνωσης που έχει η ίδια για την ταυτότητα και τη σεξουαλικότητά της.
Το «Atomic Blonde», όμως, δεν είναι (μόνο) ένα φεμινιστικό μανιφέστο, αλλά και μια ταινία που έχει απόλυτη συναίσθηση του popcorn value της, κι εκτός από τη σαρωτική παρουσία της πρωταγωνίστριας, έχει να επιδείξει και μερικές από τις πλέον εντυπωσιακές σκηνές δράσης, η οργανικότητα κι ο ρεαλισμός των οποίων παραπέμπουν και σε πολλά σημεία ξεπερνούν τις αντίστοιχες σκηνές των περιπετειών του Πολ Γκρινγκρας ή ακόμα και το εμβληματικό για το είδος «The Raid» του Γκάρεθ Εβανς και γι’ αυτό ευθύνεται το κασκαντερικό παρελθόν του σκηνοθέτη. Δύο από αυτές μάλιστα μπορούμε να πούμε πως είναι ήδη κλασικές: στην πρώτη, σε ένα φαινομενικό (και στην πραγματικότητα προϊόν υποδειγματικού μοντάζ από την Ελίσαμπετ Ροναλντσντότιρ) κι ασθματικό μονοπλάνο δέκα λεπτών η Λορέν Μπρότον τα βάζει με μια ολόκληρη ομάδα Ρώσων κατασκόπων μέσα σε μια παλιά πολυκατοικία του Ανατολικού μπλοκ, γκρεμίζοντας κυριολεκτικά το σύμπαν και στη δεύτερη, που κατά τη γνώμη μας αποτελεί και κορυφαία σκηνή της ταινίας, η αγαπημένη κατάσκοπος κάνει πάνω κάτω το ίδιο σε μια κινηματογραφική αίθουσα, όσο στη μεγάλη οθόνη προβάλεται το «Στάλκερ» του Αντρέι Ταρκόφσκι, σε ένα ανερυθρίαστο, ιερόσυλο, αδιανόητο κι υπέροχο ταυτόχρονα hommage.
Εκεί που χωλαίνει η ταινία είναι (μάλλον αναμενόμενα) στο σενάριο, οι συνεχείς ανατροπές του οποίου καταντούν από ένα σημείο και μετά μάλλον αδιάφορες, ακόμα και για όποιον προσπαθήσει να βρει ειρμό και λογική σε μια παντελώς ανερμάτιστη ιστορία, ενώ κανείς από τους δορυφορικούς της Σαρλίζ Θερόν χαρακτήρες (ούτε καν ο καρτουνίστικα μακιαβελικός Τζέιμς ΜακΑβόι) δεν έχει βάθος κι υπόσταση αρκετή για να κεντρίσει το ενδιαφέρον του θεατή. Είναι όμως κι αυτό το χάος ένα μέρος της γοητείας της ταινίας, που ξέρει να παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά στο παιχνίδι που παίζει, όπως ακριβώς κι η πρωταγωνίστριά της, η οποία μπαίνει οριστικά στο πάνθεον των σημαντικότερων ηρώων δράσης.
Η Σαρλίζ Θερόν είναι ένα βήμα πιο κοντά στο να γίνει ένα κινηματογραφικό είδος από μόνη της.