Μετά τον αιφνίδιο θάνατο της αγαπημένης του συζύγου, ο Τζον Γουικ λαμβάνει ένα τελευταίο δώρο από εκείνη: ένα κουτάβι με το όνομα Ντέιζι κι ένα σημείωμα που τον προτρέπει να μην ξεχάσει ν’ αγαπά. Ο θρήνος του διακόπτεται απότομα, όταν ο αδίστακτος Γιόζεφ και η συμμορία του εισβάλλουν στο σπίτι του, αφήνοντας τον ίδιο αναίσθητο και την Ντέιζι νεκρή. Δίχως να το γνωρίζουν, μόλις ξύπνησαν έναν από τους πιο επικίνδυνους δολοφόνους του υπόκοσμου. Η αναζήτηση του Τζον για το κλεμμένο αυτοκίνητο που του πήρε η συμμορία, τον οδηγεί σε μια μυστική κοινότητα της Νέας Υόρκης, όπου κάποτε ο ίδιος ήταν ο φόβος και ο τρόμος όλων. Οταν μαθαίνει ότι ο Γιόζεφ είναι ο μοναχογιός ενός παλιού του συνεργάτη, θα αναζητήσει την εκδίκηση. Ο πατέρας του Γιόζεφ εξαπολύει ανθρωποκυνηγητό για το Τζον Γουικ, προκειμένου να μη φτάσει ποτέ στο γιο του. Με έναν ολόκληρο στρατό στο κατόπι του, ο Τζον μετατρέπεται ξανά στη φονική μήχανη που φοβόταν ολόκληρος ο υπόκοσμος, κηρρύσοντας έναν πόλεμο στον οποίο μπορεί να χάσουν και οι δύο πλευρές.
Τι μπορείς πραγματικά να περιμένεις από μια ταινία που μπορείς να την περιγράψεις με την εξής πρόταση «Πρώην εκτελεστής αποφασίζει να τα κάνει όλα πουτάνα για να εκδικηθεί για το θάνατο του κουταβιού που του χάρισε η νεκρή γυναίκα του»;
Το «John Wick» των Τσαντ Σταχέλσκι και Ντείβιντ Λιτς, κασκαντέρ (ανάμεσα σε άλλα του «Matrix») και άσοι των πολεμικών τεχνών (με τον Σταχέλσκι να είναι ο άνθρωπος που αντικατέστησε τον Μπραντον Λι μετά το θανατό του για τις τελικές σκηνές στο «Κοράκι»), είναι πράγματι κάτι που σίγουρα δεν περιμένεις.
Επί τούτου b-movie με υποτυπώδες (στα όρια της ανοησίας) σενάριο και μια οκά σκηνές σκοτωμών και άγριου ξύλου, το «John Wick» μοιάζει περισσότερο μια ωδή πάνω στο στιλ και τη βία παρά με κάτι που θα μπορούσες να πάρεις στα σοβαρά και να μην νιώσεις άσχημα γι’ αυτό.
Ευτυχώς οι δύο δημιουργοί του είναι πιο έξυπνοι από αυτό. Χωρίς ίχνος ενοχής, αλλά με μια ελευθερία που αγγίζει τη θρασύτατη αυθαιρεσία και με μοναδικό τους μέλημα να προσφέρουν ισχυρές δόσεις ανελέητου fun και ωμής βίας, χτίζουν ένα σύμπαν που θα μπορούσε να είχε βγει από ένα κόμικ, εξαιρετικά φωτισμένο και ακόμη πιο εξαιρετικά χορογραφημένο στις σκηνές που ο Κιάνου Ριβς καθαρίζει ντουζίνες από ανθρώπους που μπαίνουν στη μέση του θανάσιμου σχεδίου του.
Αν έπρεπε κανείς, όμως, να αναζητήσει το πραγματικό χάρισμα του «John Wick» - και δεν εννοεί κανείς μόνο το πόσο σέξι μοιάζει ο Κιάνου Ριβς στα πενήντα του – αυτό βρίσκεται στο πως για κάθε βαρετή σκηνή που έρχεται να διαδεχτεί μια άλλη ακόμη πιο γελοία, κάτι σε κρατάει καρφωμένο στην οθόνη: είτε αυτό είναι ο νιχιλισμός της απεικόνισης της βίας ή – ας το τολμήσουμε – το σχόλιο του πάνω σε αυτήν.
Μέχρι εκεί.
Το «John Wick» είναι λιγότερο αστείο απ’ όσο θα μπορούσε, λιγότερο trivial απ’ όσο θα μπορούσε να αποθεώσει την κυριαρχία του «τίποτα» πάνω στο «στιλ», λιγότερο Τζον Γου-ίκ από τον Τζον Γου, λιγότερο κλείσιμο του ματιού και περισσότερο ένα μάτσο από μπουνίδια για την αποθέωση του μπουνιδιού μέσα στον κινηματογραφικό αιώνα, μια πανέμορφη άσκηση πάνω σε ένα είδος και την ίδια στιγμή άδειο σαν τις σφαίρες που ευτυχώς στην περίπτωση του Τζον Γουίκ δεν τελειώνουν ποτέ.
Θα μπορούσαμε να βάλουμε στη συζήτηση τη σύγκριση ανάμεσα στο «Drive» που μειοψηφώντας από την αλαλάζουζα πλειοψηφεία δεν είναι καλύτερο (μην σας πούμε χειρότερο) από το «John Wick», αλλά αν θέλαμε πραγματικά να μιλήσουμε για μεταμοντέρνο b-movie, να η ιδανική στιγμή να αποκαταστήσουμε την τιμή του «The Guest» που ό,τι χάνει σε στιλιζάρισμα μπροστά στο απαστράπτο neon σύμπαν του «John Wick» το βρίσκει σε σοφές δόσεις κινηματογραφικού σχολίου που δεν έχει την παραμικρή ανάγκη για φαντεζί υπότιτλους όταν το σενάριο επιτάσσει πως τώρα οι Ρώσοι μαφιόζοι μιλούν στα... ρώσικα.